Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεθοδικός

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθοδικός Medium diacritics: μεθοδικός Low diacritics: μεθοδικός Capitals: ΜΕΘΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: methodikós Transliteration B: methodikos Transliteration C: methodikos Beta Code: meqodiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A going to work by rule, methodical, systematic, ἐπιστῆμαι Plb.10.47.12; τὸ μ. τῆς τέχνης Phld.Rh.1.23 S.: Comp., Id.Sign.28. Adv. -κῶς Plb.5.98.10; ἰατρὸς ἄνθρωπον ἀποκτείνει μ. Phld.Rh.1.19 S.: Comp. -ώτερον S.E.M.8.141.    II τὰ μ., a lost work of Arist., prob. on Logic, Rh.1356b19, cf. D.H.Amm.1.8; αἱ μ. συντάξεις ib.6.    III οἱ μ. 'methodic' physicians, opp. rationalists and empirics, Gal.Sect.Intr.6; μ. αἵρεσις Id.Libr.Propr.1; μ. ἰατρός Id.10.140, Epigr.Gr.306 (Smyrna).    IV in Surgery, μ. τρόποι first-aid treatment, Heliod. ap. Orib.49.1.1,3.    V crafty, Vett. Val.4.14; τὰ μ. ib.16.

German (Pape)

[Seite 113] ή, όν, methodisch, nach Regeln, kunstgemäß behandelnd, untersuchend, μεθοδικὸν καὶ ἑστῶτα λόγον vrbdt Pol. 9, 12, 6; μεθοδικὸς τρόπος, 11, 8, 2, μεθοδικὴ ἐμπειρία, 1, 84, 6, ἐπιστήμη, 10, 47, 12; adv., μεθοδικῶς χειρί. ζειν, 9, 2, 5, Sp.; οἱ μεθοδικοί, die methodisch, wissenschaftlich verfahren, ἰατροί, dem ἐμπειρικός entgeggstzt, Galen.; ἡ μεθοδική, die Methodik, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεθοδικός: -ή, -όν, (μέθοδος) ὁ ποιῶν τι κατὰ μέθοδον, συστηματικός, Πολύβ. 10, 47, 12, κτλ. ΙΙ. τὰ μ., ἀπολεσθέν τι ἔργον τοῦ Ἀριστ., πιθανῶς ἀνῆκον εἰς τὴν Λογικήν, Ρητ. 1, 2, 10, πρβλ. Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 6 καὶ 8. ΙΙΙ. οἱ μ., ἐπιστήμονες ἰατροί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐμπειρικοὺς ἢ πρακτικούς, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. σ. 51, Γαλην. ΙΙ. 291Β, 303C· ἡ μεθοδικὴ αἵρεσις, ἡ ἐπιστημονικὴ ἰατρικὴ σχολή, Γαλην. Ι, 36Ε, ΙΙ, 235Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3283.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui poursuit une recherche avec méthode, méthodique.
Étymologie: μέθοδος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεθοδικός, -ή, -όν) μέθοδος
αυτός που κάνει κάτι με μέθοδο, αυτός που εργάζεται ή ενεργεί με μέθοδο, ο συστηματικόςμεθοδικός ερευνητής»)
νεοελλ.-μσν.
(για πράγματα) αυτός που γίνεται με μέθοδο, με σύστημα («μεθοδική εργασία»)
αρχ.
1. πανούργος, δόλιος
2. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ μεθοδικόν
η μεθοδικότητα
β) στον πληθ. Μεθοδικά
τίτλος ρητορικού συγγράμματος του Αριστοτέλη που δεν έχει διασωθεί και το οποίο πιθανώς πραγματευόταν θέματα λογικής
3. φρ. α) «μεθοδικοὶ ἰατροί» — οπαδοί της μεθοδικής αιρέσεως
β) «μεθοδικὴ αἵρεσις» — αρχαία επιστημονική ιατρική σχολή η οποία έθεσε τα πρώτα θεμέλια της στερεοπαθολογίας και αντιτάχθηκε στις υγρολογικές χυμοπαθολογικές θεωρίες του Ιπποκράτη
γ) «μεθοδικοί τρόποι» — οι πρώτες βοήθειες.
επίρρ...
μεθοδικώς και -άμεθοδικῶς)
με μεθοδικό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

μεθοδικός: действующий по правилам, методический, целенаправленный (λόγος, τρόπος, ἐμπειρία, ἐπιστήμη Polyb.).