οἴκισις
From LSJ
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
εως, ἡ,
A colonization, Th.5.11, 6.4.
Greek (Liddell-Scott)
οἴκῐσις: ἡ, ἡ ὑπὸ ἐποίκων κατάληψις τόπου τινός, ἀποίκισις, Θουκ. 5. 11., 6. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de fonder une colonie.
Étymologie: οἰκίζω.
Greek Monotonic
οἴκῐσις: ἡ (οἰκίζω), ενίσχυση ντόπιου πληθυσμού με έλευση νέων κατοίκων, αποικισμός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
οἴκῐσις: εως ἡ основание колонии или колоний, колонизация Thuc.
Middle Liddell
οἴκῐσις, ιος, ἡ, οἰκίζω
a peopling, colonisation, Thuc.