ἄνοπλος
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ον,
A without the ὅπλον or large shield, of the Persians, who bore only γέρρα, Hdt.9.62: generally, unarmed, PlEuthd.299b, Onos.42.17; τὸ ἄ., opp. τὸ ὁπλιτικόν, of citizens not entrusted with arms, Arist.Pol.1289b32:—of ships, unarmed, Plb.2.12.3. (On the form v. ἄοπλος.)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοπλος: -ον, ὁ ἄνευ τοῦ ὅπλου, δηλ. τῆς μεγάλης ἀσπίδος· ἐπὶ τῶν Περσῶν, οἵτινες ἔφερον μόνον γέρρα. Ἡρόδ. 9. 62· καθόλου, ὁ μὴ ὡπλισμένος, Πλάτ. Εὐθύδ. 299Β· τὸ ἄνοπλον ἀντιθέτως πρὸς τὸ ὁπλιτικόν, ἐπὶ πολιτῶν μὴ φερόντων ὅπλα, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 1: ― ἐπὶ πλοίων, χωρίς «ἐξάρτια» κτλ., Πολύβ. 2. 12. 3. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ, ἴδε ἄοπλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans bouclier.
Étymologie: ἀ, ὅπλον.
Spanish (DGE)
-ον
desprovisto de armas de pers., Hdt.9.62, Pl.Euthd.299b, Io Trag.53e, Ezech.210, X.Hier.6.4 (var.), Onas.42.17, AP 9.320 (Leon.)
•subst. τὸ ἄνοπλον el conjunto de los ciudadanos civiles op. τὸ ὁπλιτικόν Arist.Pol.1289b32
•de embarcaciones, Plb.2.12.3.
Greek Monolingual
ἄνοπλος, -ον (Α)
1. άοπλος, ο δίχως όπλα, οπλισμό
2. το ουδ. ως ουσ.. το άοπλον (σε αντίθεση με το οπλιτικόν)
οι πολίτες στους οποίους δεν δίνονται όπλα, οι μη μάχιμοι
3. (για τους Πέρσες) αυτός που δεν κρατά μεγάλη ασπίδα
4. (για πλοίο) το χωρίς ξάρτια.
Greek Monotonic
ἄνοπλος: -ον, αυτός που βρίσκεται χωρίς το ὅπλον ή τη μεγάλη ασπίδα, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνοπλος:
1) не имеющий щита Her.;
2) невооруженный Plat., Plut.;
3) неоснащенный (λέμβος Polyb.).