ἱπποτρόφος

From LSJ
Revision as of 16:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποτρόφος Medium diacritics: ἱπποτρόφος Low diacritics: ιπποτρόφος Capitals: ΙΠΠΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hippotróphos Transliteration B: hippotrophos Transliteration C: ippotrofos Beta Code: i(ppotro/fos

English (LSJ)

ον, (parox.)

   A horse-feeding, abounding in horses, of Thrace, Hes.Op.507; of Argos, Pi.N.10.41; πόλις B.10.114.    II of persons, breeding and keeping race-horses, Pi.I. 4(3).32, etc.; μέγας καὶ λαμπρὸς ἱ. D.18.320, cf. Plu.Them.5, Paus. 6.2.1.    2 generally, horsebreeder, POxy.2110.6(iv A.D.), Hippiatr. 34.

German (Pape)

[Seite 1261] Pferde fütternd, haltend; Θρῄκη Hes. O. 605; ἄστυ Pind. N. 10, 41, vgl. I. 3, 32; bes. zu Wettrennen, Dem. 18, 330, Zeichen des reichen Mannes; Sp., wie Plut. Them. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποτρόφος: -ον, ὁ τρέφων, διατηρῶν ἵππους, ἔχων ἀφθόνους ἵππους, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρ. ἱππόβοτος, ἐπὶ τῆς Θρᾴκης, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 505· περὶ τοῦ Ἄργους, Πινδ. Ν. 10. 77. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ τρέφων, διατηρῶν ἵππους χάριν ἱπποδρομικῶν ἀγώνων, Πινδ. Ι. 4. 23 (3. 23), κτλ.: - ἡ ἱπποτροφία ἦτο ἐν Ἑλλάδι σημεῖον πλούτου, πλούτους τε καὶ ἱπποτροφίας καὶ νίκας Πλάτ. Λύσ. 205C· ἱπποτροφεῖν ἐπιχειρήσας, ὃ τῶν εὐδαιμονεστάτων ἔργων ἐστὶ Ἰσοκρ. 353C· πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 2, 6· μέγας καὶ λαμπρὸς ἱπποτρόφος Δημ. 331. 18, πρβλ. Πλουτ. Θεμ. 5, Ἀγησ. 20. Παυσ. 6. 2, 1· ἵππους ἄγαλμα τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς Αἰσχύλ. Πρ. 466: - ἦτο ὡσαύτως χαρακτηριστικὸν τῶν ὀλιγαρχικῶν πόλεων, ὅσαις πόλεσιν ἐν τοῖς ἵπποις ἡ δύναμις ἦν, ὀλιγαρχίαι παρὰ τούτοις ἦσαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 3· οἷον ἐπὶ τῶν Μαγνήτων, τῶν Χαλκιδέων καὶ Ἐρετριέων τῆς Εὐβοίας, Θέογν. 603, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 5. 6, 14. - Πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 74, καὶ ἴδε ἐν λ. ἱππεύς, ἱπποβάτης, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nourrit des chevaux (contrée, etc.);
2 qui nourrit ou élève des chevaux.
Étymologie: ἵππος, τρέφω.

English (Slater)

ἱπποτρόφος
   1 rearing horses †ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο† Argos (N. 10.41) ἱππο̆τρόφοι τ' ἐγένοντο the Kleonymidai (I. 4.14)

Greek Monolingual

-ο(ν) (ΑΜ ἱπποτρόφος, -ον)
(για πρόσ. ή χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς ίππους
νεοελλ.
αυτός που συντηρεί ίππους και ασχολείται με την αναπαραγωγή τους
αρχ.
αυτός που διατηρεί ίππους για ιπποδρομικούς αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος, πτηνο-τρόφος].

Greek Monotonic

ἱπποτρόφος: -ον (τρέφω
I. αυτός που εκτρέφει άλογα, αυτός που διατηρεί άφθονα άλογα, σε Ησίοδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που σιτίζει άλογα και τα διατηρεί για συμμετοχή τους σε ιπποδρομικούς αγώνες, σε Δημ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποτρόφος:
1) питающий лошадей, изобилующий пастбищами для коней (Θρῄκη Hes.; Ἄργος, ἄστυ Pind.);
2) разводящий (преимущ. рысистых) лошадей, занимающийся коневодством Dem., Plut.

Middle Liddell

ἱππο-τρόφος, ον τρέφω
I. horse-feeding, abounding in horses, Hes.
II. of persons, breeding and keeping race-horses, Dem., Plut.