αὐχενίζω

From LSJ
Revision as of 14:28, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐχενίζω Medium diacritics: αὐχενίζω Low diacritics: αυχενίζω Capitals: ΑΥΧΕΝΙΖΩ
Transliteration A: auchenízō Transliteration B: auchenizō Transliteration C: afchenizo Beta Code: au)xeni/zw

English (LSJ)

(αὐχήν)    A cut the throat of... S.Aj.298.    2 seize by the throat: metaph., κῆρες αὐ. ψυχήν Ph.1.654; λόγους παλαίσμασι ib.676:—Pass., 2.372.    3 bind the neck with a ligature, Hippiatr.10.

German (Pape)

[Seite 405] den Hals abschneiden, τινά Soph. Ai. 291, Schol. λαιμοτομέω.

Greek (Liddell-Scott)

αὐχενίζω: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ, (αὐχὴν) ἀποκόπτω τὸν αὐχένα, λαιμοτομῶ, ἀποκεφαλίζω, τοὺς μὲν ηὐχένιζε Σοφ. Αἴ. 298. 2) ἐν Φίλωνι 1. 654 (πρβλ. 2. 372) πιθ. ἄγχω, ἀποπνίγω, στραγγαλίζω· αὕτη δὲ ἡ ἔννοια μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἱππιατρ. σ. 41. 22.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ηὐχένιζον;
1 décapiter, égorger;
2 comprimer le cou ; étouffer.
Étymologie: αὐχήν.

Spanish (DGE)

1 decapitar ταύρους S.Ai.298.
2 coger por el cuello, acogotar, ahogar en metáf. de la lucha παλαίσματι ... αὐχενίζοντες ἐκτραχηλίζειν Ph.1.676, cf. Phot.α 3279
fig. agobiar ἑκάστην (κῆρα) τὴν ψυχὴν αὐχενίζουσαν Ph.1.654, cf. en v. pas., Ph.2.372.
3 vet. hacer un torniquete en el cuello αὐχενίζειν χρή, τὸν δὲ τόπον περιβάλλειν αὐχενιστῆρι Hippiatr.10.8.

Greek Monolingual

αὐχενίζω (Α)
1. κόβω τον λαιμό κάποιου, αποκεφαλίζω
2. στραγγαλίζω, πνίγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυχήν (-ένος).
ΠΑΡ. αρχ. αυχενιστήρ. ΣΥΝθ. αρχ. απαυχενίζω, υψαυχενίζω
αρχ.-μσν.
παραυχενίζω.

Greek Monotonic

αὐχενίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ (αὐχήν), κόβω το λαιμό από έναν άνθρωπο, αποκεφαλίζω, με αιτ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αὐχενίζω: перерезывать горло (τοὺς μὲν ηὐχένιζε, τοὺς δ᾽ ἔσφαζε Soph.).

Middle Liddell

αὐχήν
to cut the throat of a person, behead, c. acc., Soph.