στρατηλατέω

From LSJ
Revision as of 14:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτηλᾰτέω Medium diacritics: στρατηλατέω Low diacritics: στρατηλατέω Capitals: ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΕΩ
Transliteration A: stratēlatéō Transliteration B: stratēlateō Transliteration C: stratilateo Beta Code: strathlate/w

English (LSJ)

   A lead an army into the field, ἐπί τινας, ἐπὶ χώρην, Hdt. 1.124, 5.31, cf. 7.5; ἐκεῖσε A.Pers.717 (troch.); δεῦρο E.Heracl.465: abs., Hdt.7.10.θ, A.Eu.687, E.IA1195.    II c. gen., to be commander of, command, Id.HF61, Rh.276: c. dat., Id.Ba.52, El.321,917.

German (Pape)

[Seite 951] ein Heer in's Feld führen; absolut, ἐκεῖσε, Aesch. Pers. 307; Eum. 657; Her. 7, 10; – gew. ἐπί τινα, ἐπὶ χώραν; Eur. oft, wie Her., 1, 122. 7, 5; – auch c. gen. u. dat., anführen, befehligen.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτηλᾰτέω: ὁδηγῶ στρατὸν εἰς τὴν μάχην, εἰς πόλεμον, ἐπί τινα, ἐπὶ χώραν Ἡροδ. 1. 124, 5. 31, κ.ἀλλ.· στρ. ἐκεῖσε Αἰσχύλ. Πέρσ. 717· δεῦρο Εὐρ. Ἡρακλ. 465· ἀπολ., Ἡρόδ. 7. 108. Αἰσχύλ. Εὐμ. 687. ΙΙ. μετὰ γεν., εἶμαι διοικητής, διοικῶ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 61, Ρῆσ. 276· μετὰ δοτικ., ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 52, Ἠλ. 321, 917.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être chef d’armée;
2 diriger une expédition contre, dat. ou ἐπί et l’acc..
Étymologie: στρατηλάτης.

Greek Monotonic

στρᾰτηλᾰτέω: μέλ. -ήσω,
I. οδηγώ το στράτευμα στο πεδίο της μάχης, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. με γεν., είμαι διοικητής, διοικώ, εξουσιάζω, σε Ευρ.· με δοτ., στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατηλατέω [στρατηλάτης] Ion. imperf. 3 sing. ἐστρατηλάτεε, imper. στρατηλάτεε, inf. στρατηλατέειν, ptc. στρατηλατέων met het leger te velde trekken, een veldtocht ondernemen, met ἐπί + acc. tegen. in een veldtocht het bevel voeren over, met gen., met dat.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτηλᾰτέω:
1) совершать военный поход, идти войной (ἐπὶ Μήδους Her.): στρατηλατοῦσαι Aesch. отправившиеся в поход (амазонки);
2) предводительствовать, стоять во главе, командовать (τινος и τινι Eur.).

Middle Liddell

στρᾰτηλᾰτέω, fut. -ήσω
I. to lead an army into the field, Hdt., Aesch., etc.
II. c. gen. to be commander of, to command, Eur.; c. dat., Eur. [from στρᾰτηλάτης]