κρότημα
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
ατος, τό, A work wrought with the hammer: metaph., of Odysseus, 'piece of mischief', S.Fr.913, E.Rh.499.
Greek (Liddell-Scott)
κρότημα: τό, ἔργον γενόμενον διὰ σφυρηλατήσεως· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, πανοῦργος, «διαβολεμένος», (πρβλ. κροτέω ΙΙ. 3), τὸ πάνσοφον κρότημα Λαέρτου γόνος Σοφ. Ἀποσπ. 784· ἔστι δ’ αἱμυλώτατον κρότημ’ Ὀδυσσεὺς Εὐρ. Ρῆσ. 499. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κρότημα· ἐπὶ τῶν δολίων τάσσεται».
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 travail fait au marteau LSJ;
2 parole bruyante ; charlatan, fourbe.
Étymologie: κροτέω.
Greek Monolingual
το (Α κρότημα) κροτώ
νεοελλ.
χτύπημα, κρούση, κρότηση
αρχ.
1. το έργο που γίνεται με σφυρηλάτηση
2. (για τον Οδυσσέα) πανούργος («τὸ πάνσοφον κρότημα, Λαέρτου γόνος», Σχόλ. Θεόκρ.).
Greek Monotonic
κρότημα: -ατος, τό, έργο που έχει γίνει με σφυρηλάτηση, δουλεμένο κάτι με το σφυρί· μεταφ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σκληραγωγημένος, πανούργος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κρότημα: ατος τό трещотка, перен. неугомонный болтун Eur.
Middle Liddell
κρότημα, ατος, τό,
work wrought by the hammer:— metaph. of Ulysses, a hardened knave, Eur.