πυρροκόραξ

From LSJ
Revision as of 21:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρροκόραξ Medium diacritics: πυρροκόραξ Low diacritics: πυρροκόραξ Capitals: ΠΥΡΡΟΚΟΡΑΞ
Transliteration A: pyrrokórax Transliteration B: pyrrokorax Transliteration C: pyrrokoraks Beta Code: purroko/rac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,    A Alpine chough, Corvus pyrrhocorax, Plin.HN10.133.

Greek (Liddell-Scott)

πυρροκόραξ: -ᾰκος, ὁ, κόραξ ἔχων ἐρυθρὸν ῥάμφος, Πλίν. 10. 68.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
corbeau à bec rouge, oiseau.
Étymologie: πυρρός, κόραξ.

Greek Monolingual

-ακος, ο, ΝΑ
ζωολ. πτηνό που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση εκπροσωπεί γένος στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας corvidae, γνωστών με την κοινή σήμερα ονομασία καλοιακούδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κόραξ.

Greek Monotonic

πυρροκόραξ: -ᾰκος, ὁ, κόρακας που έχει κόκκινο ράμφος, σε Πλίν.

Middle Liddell

πυρρο-κόραξ, ακος,
a crow with a red beak, Plin.