συγκρατύνω
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
A strengthen, make firm, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Plu.2.656e:—Pass., become so, Hp.Epid.2.1.8.
German (Pape)
[Seite 969] mit od. zugleich bestärken, stark od. fest machen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρᾰτύνω: κρατύνω συγχρόνως, ποιῶ ἐντελῶς ἰσχυρόν, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Πλούτ. 2. 656Ε. ― Παθητ., κρατύνομαι, γίνομαι ἰσχυρός, Ἱππ. 1006.
French (Bailly abrégé)
confirmer, corroborer.
Étymologie: σύν, κρατύνω.
Greek Monolingual
Α
καθιστώ κάτι ισχυρό από κοινού, του προσδίδω δύναμη και εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρατύνω «ενισχύω, ενδυναμώνω» (< κρατύς)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κρᾰτύνω pass. tegelijk in bedwang gehouden worden, tegelijk beperkt worden.
Russian (Dvoretsky)
συγκρᾰτύνω: (ῠ) делать крепким, твердым (τὸν κέραμον Plut.).