παγκρατιαστικός

From LSJ
Revision as of 14:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκρᾰτιαστικός Medium diacritics: παγκρατιαστικός Low diacritics: παγκρατιαστικός Capitals: ΠΑΓΚΡΑΤΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pankratiastikós Transliteration B: pankratiastikos Transliteration C: pagkratiastikos Beta Code: pagkratiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for the παγκράτιον, ἡ π. τέχνη Pl.Euthd. 272a. Adv. -κῶς Poll.3.150, Sch.Pi.N.3.27.    II skilled in the παγκράτιον, ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν δυνάμενος, παλαιστικός· ὁ δ' ὦσαι τῇ πληγῇ, πυκτικός· ὁ δ' ἀμφοτέροις τούτοις, π. Arist.Rh.1361b26, cf. Gal. 6.158.

German (Pape)

[Seite 436] ή, όν, den Pankratiasten betreffend; τέχνη, Plat. Euthyd. 272 a; ὁ παγκρ., der sich auf den Kampf im Pankration versteht, nach Arist. rhet. 1, 5 ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν (αλαιστικός) καὶ ὦσαι τῇ πληγῇ (πυκτικός) δυνάμενος. – Adv., Poll. 3, 150.

Greek (Liddell-Scott)

παγκρᾰτιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ παγκράτιον (ἴδε παγκράτιον), ἡ παγκρ. τέχνη, ἡ τοῦ παγκρατιαστοῦ τέχνη, Πλάτ. Εὐθυδ. 272Α. ΙΙ. ὁ ἔμπειρος εἰς τὸ παγκράτιον. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14. ― Ἐπιρρ. παγκρατιαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 3. 27.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui lutte ou s’exerce au pancrace.
Étymologie: παγκρατιάζω.

Greek Monolingual

παγκρατιαστικός, -ή, -όν (Α) παγκρατιαστής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο παγκράτιο («παγκρατιαστική τέχνη», Πλάτ.)
2. ο έμπειρος στο παγκράτιο, ο ικανός παγκρατιαστής.
επίρρ...
παγκρατιαστικῶς (Α)
με την παγκρατιαστική τέχνη.

Greek Monotonic

παγκρᾰτιαστικός: -ή, -όν,
I. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο παγκράτιον, ἡ παγκρατιαστικὴ τέχνη, η επιδεξιότητα στο παγκράτιο, σε Πλάτ.
II. δεινός, επιτήδειος στο παγκράτιον, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκρατιαστικός -ή -όν [παγκρατιάζω] van het pankration; bedreven in het pankration.

Russian (Dvoretsky)

παγκρᾰτιαστικός:
I 3 относящийся к всеборью (τέχνη Plat.).
II ὁ панкратиаст (ὁ δυνάμενος θλίβειν καὶ κατέχειν παλαιστικός (sc. ἐστιν), ὁ δὲ ὦσαι τᾖ πληγῇ - πυκτικός, ὁ δ᾽ ἀμφοτέροις τούτοις - π. Arst.).

Middle Liddell

παγκρᾰτιαστικός, ή, όν [from παγκρᾰτιάζω]
I. of or for the παγκράτιον, ἡ παγκ. τέχνη the pancratiast's art, Plat.
II. skilled in the παγκράτιον, Arist.