προλεύσσω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A see before oneself or in front, S.Ph.1360.
German (Pape)
[Seite 733] vorher od. vor sich sehen, οἷα χρὴ παθεῖν με, Soph. Phil. 1344.
Greek (Liddell-Scott)
προλεύσσω: προβλέπω, ἀλλ’ οἷα χρὴ παθεῖν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσειν Σοφ. Φ. 1360.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
prévoir, acc..
Étymologie: πρό, λεύσσω.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) προβλέπω («ἄλλ' οἶα χρὴ παθεῑν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσσειν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λεύσσω «βλέπω, παρατηρώ»].
Greek Monotonic
προλεύσσω: βλέπω πριν από κάποιον ή πιο μπροστά, προβλέπω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
προλεύσσω: предвидеть (τι Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-λεύσσω vóór zich zien, voorzien.