πρώξ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ἡ, gen. πρωκός,
A dewdrop, only pl., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ τέττιξ Theoc.4.16, cf. Call.Ap.41, Hsch.
German (Pape)
[Seite 803] ἡ, gen. πρωκός, Tropfen; Csilim. Apoll. 41; πρῶκας σιτίσδεται ὥςπερ ὁ τέττιξ, Theocr. 4, 16. Nach den Alten von πρωΐ, eigtl. Thautropfen.
Greek (Liddell-Scott)
πρώξ: ἡ, γεν. πρωκός, σταγὼν δρόσου· ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ πληθ., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ τέττιξ Θεόκρ. 4. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρῶκες, σταγόνες, ψεκάδες, σταλαγμοί».
Greek Monolingual
-ωκός, ἡ, Α
1. σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα
2. στον πληθ. αἱ πρῶκες
οι σταγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρώξ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα pr- (πρβλ. πρόξ) της ρίζας perk- «μελανόστικτος, παρδαλός» (για τη σημ. της ρίζας βλ. λ. περκνός) με φωνηεντισμό -ō- της εκτεταμένης ετεροιωμένης βαθμίδας (πρβλ. θώψ, κλώψ, ῥώξ, τρώξ) και αποτελεί πιθ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. με σημ. «στάζω, στίζω» (για τη σημ. αυτή πρβλ. αρχ. ινδ. pŕsan- «στικτός», prsata- «σταγόνα νερού»)].
Greek Monotonic
πρώξ: ἡ, γεν. πρωκός, σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πρώξ: πρωκός ἡ (только pl.) капля росы, росинка Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρώξ -ωκός, ἡ [~ πρόξ] dauwdruppel, alleen plur.
Frisk Etymological English
πρωκός
Grammatical information: f.
Meaning: dewdrop (Theoc., Call.).
Other forms: only pl. πρῶκες.
Origin: IE [Indo-European] [820] *proḱ- drop (spotted).
Etymology: Formation like κλώψ, ῥῶπες, τρώξ a. o. (s. Chantraine Form. 2, Schwyzer 424); so prob. prop. a nom. agentis "the dripper, the sprinkler" from a lost verb for sprinkle, which left traces in several derived adj., s. περκνός. On the meaning sprinkle : drop cf. esp. Skt. pŕ̥ṣan- spotted, speckled, pr̥ṣatá- m. spotted gazelle (Ved.), drop of water (ep. class.).
Middle Liddell
a dewdrop, Theocr.
Frisk Etymology German
πρώξ: πρωκός,
{prṓks}
Forms: nur pl. πρῶκες
Grammar: f.
Meaning: Tautropfen (Theck., Kall.).
Etymology : Bildung wie κλώψ, ῥῶπες, τρώξ u. a. (s. Chantraine Form. 2, Schwyzer 424); somit wohl eig. ein Nom. agentis "der Tropfer, der Sprenkler" von einem verlorengegangenen Verb für sprenkeln, das in mehreren abgeleiteten Adj. Spuren hinterlassen hat, s. περκνός. Zur Bed. sprenkeln : Tropfen vgl. bes. aind. pŕ̥ṣan- gefleckt, scheckig, pr̥ṣatá- m. gesprenkelte Gazelle (ved.), Wassertropfen (ep. klass.).
Page 2,608