τραγῳδικός

From LSJ
Revision as of 15:04, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγῳδικός Medium diacritics: τραγῳδικός Low diacritics: τραγωδικός Capitals: ΤΡΑΓΩΔΙΚΟΣ
Transliteration A: tragōidikós Transliteration B: tragōdikos Transliteration C: tragodikos Beta Code: tragw|diko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A befitting a tragic poet or tragedy, τραγῳδικὸν βλέπει Ar.Pl.424: generally, like τραγικός, τ. χοροί Id.Th.391 (as cited by Sch.Pl.Thg. 127c); τ. θρόνος Ar.Ra.769; τ. τέχνη ib. 1495 (lyr.); ὠδυνήθην τραγῳδικόν suffered a tragic woe, Id.Ach.9. Adv. -κῶς Eust.632.37.

German (Pape)

[Seite 1133] ή, όν, dem tragischen Dichter, der Tragödie gehörig, gemäß, übh. = dem gew. τραγικός; τέχνη, Ar. Ran. 1491; τραγῳδικὸν βλέπειν, Plut. 424.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγῳδικός: -ή, -όν, ἁρμόζων εἰς τραγικὸν ποιητὴν ἢ εἰς τραγῳδίαν, τραγῳδικὸν βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· καθόλου, ὡς τὸ τραγικός, τρ. χοροὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 886· τρ. θρόνος ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 769· τρ. τέχνη αὐτόθι 1495· ὠδυνήθην τραγῳδικόν, ὑπέμεινα τραγικὴν ὀδύνην, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 9. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 632. 37.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tragique.
Étymologie: τραγῳδός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία ή στον τραγωδό
2. τραγικός («ἦλθες ποθενὴ μὲν τραγωδικοῖς χοροῖς», Αριστοφ.)
3. φρ. «ὀδυνῶμαι τραγῳδικόν» — δοκιμάζω τραγική οδύνη (Αριστοφ.).
επίρρ...
τραγωδικῶς Μ
με τραγῳδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός. Αντί του τ. τραγῳδικός χρησιμοποιείται συνήθως ο τ. τραγικός].

Greek Monotonic

τρᾰγῳδικός: -ή, -όν, αυτός που αρμόζει σε τραγικό ποιητή ή σε τραγωδία, χοροί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τραγῳδικὸν βλέπειν, φαίνομαι τραγικός, σε Αριστοφ.· ὠδυνήθην τραγῳδικόν, υπέμεινα τραγική οδύνη, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγῳδικός: трагедийный, трагический (χοροί Arph.).

Middle Liddell

τρᾰγῳδικός, ή, όν
befitting tragedy, χοροί Hdt., Ar.; τραγῳδικὸν βλέπειν to look tragic, Ar.; ὠδυνήθην τραγῳδικόν suffered a tragic woe, Ar.

English (Woodhouse)

tragic, connected with tragedy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)