συστασιάζω

From LSJ
Revision as of 08:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστᾰσιάζω Medium diacritics: συστασιάζω Low diacritics: συστασιάζω Capitals: ΣΥΣΤΑΣΙΑΖΩ
Transliteration A: systasiázō Transliteration B: systasiazō Transliteration C: systasiazo Beta Code: sustasia/zw

English (LSJ)

   A join in faction or sedition, Th.4.86, Lys.30.11, etc.; τοῖς κληρικοῖς Jul.Ep.114.    II trans., band together for seditious purposes, τινας D.C.36.16.

German (Pape)

[Seite 1044] mit, zugleich aufstehen, in Aufstand, Aufruhr sein, mit von einer Partei sein; Thuc. 4, 86; Plut. C. Graech. 13.

Greek (Liddell-Scott)

συστᾰσιάζω: ἀπὸ κοινοῦ μετά τίνος στασιάζω, ἐπαναστατῶ, λαμβάνω μέρος εἰς στάσιν ἢ ἐπανάστασιν. Θουκ. 4. 86, Λυσί. 184. 12, κτλ.· τινί, μετά τινος, Ἰουλιαν. 437Β. ΙΙ. μεταβατ., κινῶ ὁμοῦ εἰς ἐπανάστασιν, συνδέω τινὰς ὁμοῦ πρὸς ἐπαναστατικοὺς σκοπούς, τινὰς Δίων Κ. 35. 14.

French (Bailly abrégé)

participer à un soulèvement ; être du même parti.
Étymologie: σύν, στασιάζω.

Greek Monolingual

ΝΑ στασιάζω
μετέχω σε στάση, είμαι μαζί με άλλον στασιαστής
αρχ.
συνδέω για επαναστατικούς σκοπούς («Πούπλιός τις Κλώδιος συνεστασίαζε σφᾱς ὑπ' ἐμφύτου νεωτεροποιΐας», Δίων Κάσσ.).

Greek Monotonic

συστᾰσιάζω: μέλ. -σω, στασιάζω, εξεγείρομαι ή αποστατώ από κοινού, λαμβάνω μέρος σε επανάσταση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συστᾰσιάζω: вместе восставать, принимать участие в восстании Thuc., Lys., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συστᾰσιάζω Att. ook ξυστᾰσιάζω [σύν, στασιάζω] meedoen aan een opstand.

Middle Liddell

fut. σω
to join in faction or sedition, take part therein, Thuc.