τρῖμμα

From LSJ
Revision as of 09:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῖμμα Medium diacritics: τρῖμμα Low diacritics: τρίμμα Capitals: ΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: trîmma Transliteration B: trimma Transliteration C: trimma Beta Code: tri=mma

English (LSJ)

ατος, τό, (τρίβω)    A that which is rubbed: metaph., like τρίβων (B) 2, a practised knave, Ar.Nu.260, Av.431.    II a drink or brew prepared of pounded groats and spices, Alex.188, Sotad.Com.1.4, Axionic.4.8 (anap.); τριμμάτων πλῆθος Diocl.Fr.138; ὅπως λαβὼν παρ ἐμοῦ . . σησάμου τέταρτον τρίψῃ μοι . . τ. UPZ62.21 (ii B. C.); = ἀρωματίζον τόμα ἐν γάμοις πινόμενον, Hsch.    2 fragments, μοχλῶν IG22.1672.303 (τρινματα lapis), cf. 7.3073.165 (Lebad., ii B. C.); scrapings, Hp.Nat.Mul.32.    III abrasion, Gal.13.181.

Greek (Liddell-Scott)

τρῖμμα: (οὐχὶ τρίμμα), τό, (τρίβω) πᾶν ὅ,τι εἶναι τετριμμένον· μεταφορ., ὡς τὸ τρίβων· ΙΙ. 2, πεπειραμένος, τετριμμένος πανοῦργος, λέγειν γενήσει τρῖμμα, κρόταλον, παιπάλη, «γενήσει τετριμμένος ἐν λόγοις, ἱκανὸς καὶ δεινὸς ἔσει λέγειν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 260, Ὄρν. 430. ΙΙ. πόμα μετ’ ἀρωμάτων ἢ εἶδος μυττωτοῦ, «ἐχρῶντο δὲ οἱ ἀρχαῖοι καὶ πόματί τινι ἐξ ἀρωμάτων κατασκευαζομένῳ, ὃ ἐκάλουν τρῖμμα» Ἀθήν. 31Ε· «τρῖμμα δὲ ἀρωματικὸν πόμα» Σουΐδ.· τρῖμμ’... διειμένον ὄξει Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2· τὴν δὲ λοιπὴν γρυμέαν ἕψω ποιήσας τρῖμμα συκαμίνινον Σωτάδης ἐν «Ἐγκειομέναις» 1, 4· χλωρῷ τρίμματι βρέξας Ἀξιόνικος, ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 8 - Ὑποκορ. τριμμάτιον, Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 17, Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 1. ΙΙΙ. εἶδος πέμματος, Ἡσύχ. (πόμα Schmidt). IV. = τρῖψις, Ἰω. Νηστευτὴς 1928D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
homme expert en qch, vieux routier.
Étymologie: τρίβω.

Greek Monotonic

τρῖμμα: -ατος, τό (τρίβω), αυτό το οποίο είναι τριμμένο· μεταφ., όπως το τρίβων II 2, πεπειραμένος πανούργος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρῖμμα: и τρίμμα, ατος τό τρίβω ирон. тертый калач, ловкач Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρῖμμα -ατος, τό [τρίβω] doortrapt persoon, schurk.

Middle Liddell

τρῖμμα, ατος, τό, τρίβω
that which is rubbed: metaph., like τρίβων II. 2, a practised knave, Ar.