ἀσαλής
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ές,
A unthinking, careless, μανία A.Fr.319; cf. ἀσάλειν.
German (Pape)
[Seite 368] ές, dasselbe, Aesch. frg. 368 μανία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσᾰλής: -ές, = τῷ προηγ., «ἀσαλής, ἡ ἄφροντις, ἡ μηδενὸς φροντίζουσα· σάλη γὰρ ἡ φροντίς. ἀσαλὴς ὁ ἀμέριμνος, Αἰσχύλος, «ἀσαλὴς μανία»: οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος» Ἐτυμ. Μ. 151, 47.
Spanish (DGE)
(ἀσᾰλής) -ές
despreocupado ἀ. θεόθεν μανία A.Fr.319.
• Etimología: Deriv. de σάλος c. ἀ- priv.
Greek Monolingual
ἀσαλής, -ές (Α)
αυτός που δεν φροντίζει για τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σάλος «φροντίδα» (Ησύχ.), με σχηματισμό κατά τα σύνθετα επίθετα σε -ής (πρβλ. ακηδής, αναιδής, ευανθής κ.ά.)].
Russian (Dvoretsky)
ἀσᾰλής: Aesch. и ἄσᾰλος 2 Plut. = ἀσάλευτος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: EM l51, 49 = A. (Fr. 319) = ἄφροντις, ἀμέριμνος, attribute of μανία.
Derivatives: EM = Sophron (113) ἀσάλεια (cod. ἀσαλέα) = ἀμεριμνία καὶ ἀλογιστία.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to EM from σάλη = φροντίς. Scholars derive it from σάλος (with transition to the s-stems), given by Hesychius as = φροντίς, ταραχή. This is identified with σάλος tossing motion (s.v.); however, this seems quite doubtful. σάλη (also σάλα H.) would be a back-formation of ἀσαλής and ἀσαλεῖν (cod. ἀσάλειν) ἀφροντισθῆναι.
Frisk Etymology German
ἀσαλής: {asalḗs}
Meaning: nach EM l51, 49 bei A. (Fr. 319) = ἄφροντις, ἀμέριμνος als Attribut von μανία.
Derivative: Davon nach EM bei Sophron (113) ἀσάλεια (cod. ἀσαλέα) = ἀμεριμνία καὶ ἀλογιστία.
Etymology : Nach EM von σάλη = φροντίς, aber eher von σάλος (mit Übergang zum σ-Stamm), nach H. u. a. auch = φροντίς, ταραχή, das mit σάλος unruhige Bewegung identisch ist, s. d. Von ἀσαλής und ἀσαλεῖν (cod. ἀσάλειν)· ἀφροντισθῆναι ist σάλη, auch σάλα (H., Phot., Suid.) dann eine retrograde Bildung.
Page 1,159-160