ἄναυλος

From LSJ
Revision as of 15:25, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναυλος Medium diacritics: ἄναυλος Low diacritics: άναυλος Capitals: ΑΝΑΥΛΟΣ
Transliteration A: ánaulos Transliteration B: anaulos Transliteration C: anavlos Beta Code: a)/naulos

English (LSJ)

(A), ον,

   A without the flute, κῶμος -ότατος a procession unaccompanied by flutes, i.e. joyless, E.Ph.791; ἔρωτες Plu.2.406a: neut. pl. as Adv., ἄναυλα ὀρχεῖσθαι Babr.9.9; θύειν Plu.2.277f.    2 unmusical, μέλη βοῶν ἄναυλα (as Bgk. for ἄναυδα) S.Fr.699.    II unskilled in flute-playing, Luc.Halc.7.
ἄναυλος (B), ον, (αὐλίον)

   A weary of its stall, χοῖρος dub. in Herod. 8.7.

German (Pape)

[Seite 212] 1) ohne Flötenspiel, ἄναυλα ὀρχεῖσθαι Babr. 9, 9; dah. freudlos, κῶμον ἀναυλότατον προχορεύεις Eur. Phoen. 801, Schol. κακομουσοτάτην, vom Ares; θυσίαι Plut. aud. poet. 2, wie ἄναυλα θύειν qu. Rom. 55. – 2) des Flötenspiels unkundig, Luc. Halc. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναυλος: -ον, ἄνευ αὐλοῦ, κῶμον ἀναυλότατον προχορεύεις, οὐδαμῶς βακχικόν, Εὐρ. Φοίν. 791· ἔρωτες Πλούτ. 2. 406Α: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἄναυλα ὀρχεῖσθαι, ἄνευ αὐλοῦ, Βαρβ. 9. 9· θύειν Πλούτ. 2. 277Ε. 2) ἄμουσος, μέλη βοῶν ἄναυλα, ἄμουσα, (ὡς ὁ Bgk. γράφει ἀντὶ ἄναυδα) Σοφ. Ἀποσπ. 631. ΙΙ. ὁ μὴ γινώσκων νὰ αὐλῇ, Λουκ. Ἁλκυὼν 7.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
1 sans accompagnement de flûte ; adv. • ἄναυλα m. sign.
2 qui ne sait pas jouer de la flûte.
Étymologie: ἀ, αὐλός.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no acompañado por la flautade los seguidores de Ares por oposición a los de Dioniso κῶμος ἀναυλότατος E.Ph.791, de enamorados no amantes de la música de flauta o de lira pero no por ello menos ardientes, Plu.2.406a, de sacrificios sin coro y sin música de flauta, Plu.2.16c
neutr. plu. como adv. sin música de flauta ἄναυλα νῦν ὀρχεῖσθε Babr.9.9, τῶν ἱερέων ἄναυλα θυόντων Plu.2.277f
ἄνα[υ] λον βρέγμα (texto y sent. dud.), A.Fr.496.8.
2 discordante, no musical μέλη βοῶν ἄναυλα S.Fr.699, χοῖρος Herod.8.7.
II mal flautista Luc.Halc.7.

Greek Monolingual

(I)
ἄναυλος, -ον (Α) αυλός
1. (για τραγούδι) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό
2. εκείνος που δεν παίζει αυλό
3. άμουσος, ακαλλιέργητος μουσικά.
(II)
-η, -ο ναύλος
1. χωρίς ναύλο, χωρίς να πληρωθεί ή να πληρώσει ναύλο
2. αυτός που έφυγε βιαστικά «εκών άκων», σαν κυνηγημένος.

Greek Monotonic

ἄναυλος: -ον, αυτός που είναι χωρίς αυλό, δηλ. άχαρος, μελαγχολικός, σε Ευρ.· ουδ. πληθ., ἄναυλα, ως επίρρ., σε Βάβρ.
II. αδέξιος, ανίκανος στο παίξιμο του αυλού, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄναυλος:
1) не сопровождаемый игрой на флейтах, т. е. безрадостный (κῶμος Eur.; ἔρωτες Plut.);
2) не умеющий играть на флейте, не понимающий музыки (αὐλῆσαι τοῖς ἀναύλοις Luc.);
3) немузыкальный, неблагозвучный (μέλη βοῶν Soph.).

Middle Liddell


I. without the flute, i. e. joyless, melancholy, Eur.: neut. pl. ἄναυλα as adv., Babr.
II. unskilled in flute-playing, Luc.