παγχάλκεος
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ον, A all-brazen, ἄορ, ῥόπαλον, Od.8.403, 11.575; of a man, οὐδ' εἰ π. εὔχεται εἶναι Il.20.102.
German (Pape)
[Seite 436] ganz ehern; Od. 8, 403; ῥόπαλον, 11, 575; übertr. von Menschen, Il. 20, 102; δέμας, Ap. Rh. 4, 1655.
Greek (Liddell-Scott)
παγχάλκεος: -ον, ὅλος χαλκοῦς, ὁλόχαλκος, ἄορ, ῥόπαλον Ὀδ. Θ. 403., Λ. 574· ἐπὶ ἀνθρώπου, οὐδ’ εἰ παγχάλκεος εὔχεται εἶναι Ἰλ. Υ. 102.
French (Bailly abrégé)
εος, εον;
tout en airain.
Étymologie: πᾶς, χαλκός.
English (Autenrieth)
and πάγχαλκος: all of bronze; fig., of a man, Il. 20.102.
Greek Monolingual
παγχάλκεος, -ον (Α) πάγχαλκος
ολόκληρος από χαλκό, ολόχαλκος.
Greek Monotonic
παγχάλκεος: -ον, ολοχάλκινος, ολόχαλκος, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγχάλκεος -ον [πᾶς, χαλκός] geheel van brons.
Russian (Dvoretsky)
παγχάλκεος: весь сделанный из меди, весь медный (ῥόπαλον, ἄορ Hom.).