μετατροπία

From LSJ
Revision as of 12:19, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετατροπία Medium diacritics: μετατροπία Low diacritics: μετατροπία Capitals: ΜΕΤΑΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: metatropía Transliteration B: metatropia Transliteration C: metatropia Beta Code: metatropi/a

English (LSJ)

ἡ,    A turn of fortune, reverse, Pi.P.10.21 (pl.).

German (Pape)

[Seite 155] ἡ, = Vorigem, φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις Pind. P. 10, 21.

Greek (Liddell-Scott)

μετατροπία: ἡ, τροπὴ τύχης, ἀνατροπή, Ἀνθ. ΙΙ. 10. 31.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
changement, vicissitude, revers.
Étymologie: μετάτροπος.

English (Slater)

μετατροπία
   1 change of fortune μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν (P. 10.21)

Greek Monolingual

η (Α μετατροπία) μετάτροπος
νεοελλ.
μουσ. η μετάβαση από μια αρχική τονικότητα στο κλίμα της άλλης, με την προσφυγή είτε της μελωδίας είτε τών συνοδευτικών φωνών στις βαθμίδες της δεύτερης
αρχ.
1. τροπή ή μεταστροφή της τύχης
2. (κατ' επέκτ.) ανατροπή.

Greek Monotonic

μετατροπία: ἡ, μεταστροφή της τύχης, αντιστροφή.

Russian (Dvoretsky)

μετατροπία: ἡ перемена, превратность (φθονεραὶ μετατροπίαι Pind.).

Middle Liddell

μετατροπία, ἡ,
a turn of fortune, a reverse, Pind. [from μετάτροπος