συριγμός

From LSJ
Revision as of 08:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συριγμός Medium diacritics: συριγμός Low diacritics: συριγμός Capitals: ΣΥΡΙΓΜΟΣ
Transliteration A: syrigmós Transliteration B: syrigmos Transliteration C: syrigmos Beta Code: surigmo/s

English (LSJ)

ὁ,    A shrill piping sound, hissing, as of serpents, Arist.HA536a6, Str.9.3.10 (pl.); in sign of derision, X.Smp.6.5; as a military signal, Aen. Tact.24.17; σ. καὶ χλευασμοί Plb.30.29.6; σ. κάλων the whistling of rigging, D.H.Comp.16; of the sound of sibilants, ib.14; hissing in the theatre, Plu.Cic.13; of the cry of elephants, Arr.An.5.17.7; singing in the ears, Dsc.2.78.

German (Pape)

[Seite 1040] ὁ, das Pfeifen, Auspfeifen, Xen. Conv. 6, 5; καὶ χλευασμός, Pol. 30, 20, 6; übh. jeder pfeifende, schwirrende Ton, συριγμὸς κάλων, das Schnurren von der Rolle ablaufender Seile, stridor; auch vom Geschrei des Elephanten; auch das Klingen der Ohren, Ohrenbrausen; Sp., wie Plut. u. Arr.

Greek (Liddell-Scott)

σῡριγμός: ὁ, τὸ συρίζειν, σφύριγμα ὡς π. χ. τοῦ ὄφεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 9, πρβλ. Στράβ. 422· ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐπὶ περιγέλωτος, Ξεν. Συμπ. 6, 5· τοὺς συριγμούς... καὶ τοὺς χλευασμοὺς Πολύβ. 30. 20, 6· σ. κάλων, συριγμὸς τῶν σχοινίων, Λατ. stridor rude?tum, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14· ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγουσί τινα τῶν γραμμάτων προφερόμενα, αὐτόθι 14· ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῶν ἐλεφάντων, Ἀρρ. Ἀν. 5. 17· βοὴ τῶν ὤτων, Διοσκ. 2. 96.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de siffler par moquerie.
Étymologie: συρίζω, συρίττω.

Spanish

silbido

Greek Monolingual

και συρισμός, ο, ΝΜΑ συρίζω
σφύριγμα
αρχ.
1. το σύριγμα ως ένδειξη αποδοκιμασίας ή χλευασμού («ἡ... ἔκπωσις οὐ φέρει συριγμὸν οὐδὲ χλευασμόν», Πλούτ.)
2. ο ήχος που παράγεται από το σύρσιμο τών φιδιών στο έδαφος
3. ο συριστικός ήχος που παράγεται κατά την προφορά ορισμένων γραμμάτων
4. βοή τών αφτιών, βόμβος.

Greek Monotonic

σῡριγμός: ὁ (συρίζω), σφύριγμα, συριστικός ήχος, όπως αυτός των φιδιών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σῡριγμός:
1) насмешливый свист, свистки, освистывание Xen., Polyb., Plut.;
2) свист, шипение (sc. τοῦ ὄφεως Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῡριγμός -οῦ, ὁ [συρίζω] gefluit (tijdens applaus). Plut. Cic. 13.3. suizen (van een speer). Luc. 37.32.

Middle Liddell

σῡριγμός, οῦ, ὁ, συρίζω
a whistling, hissing, Xen.