βλακεύω

From LSJ
Revision as of 14:51, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλᾱκεύω Medium diacritics: βλακεύω Low diacritics: βλακεύω Capitals: ΒΛΑΚΕΥΩ
Transliteration A: blakeúō Transliteration B: blakeuō Transliteration C: vlakeyo Beta Code: blakeu/w

English (LSJ)

   A to be slack, lazy, X.An.2.3.11, 5.8.15, Phld.Hom.p.39 O., etc.; ἐν τῇ κατατάσει Hp.Fract.17; β. καὶ ἀποδειλιᾶν D.H.9.31:—Med. (which is cited from X. by Eust.1405.32), = τρυφάω, Hld.7.27; but Act. in this sense, Procop.Arc.9.    II c. acc., lose or waste through laziness, Luc.Ep.Sat.26.

German (Pape)

[Seite 447] schlaff, träge sein, Xen. An. 2, 3, 11; neben καθῆσθαι, Ggstz κινεῖν, 5, 8, 15. Im med. auch τί, etwas durch Trägheit verlieren, Luc. Ep. Sat. 26; καὶ ἀποδειλιᾶν Dion. Hal. 9, 31. Bei Sp. = θρύπτομαι, schwelgen.

Greek (Liddell-Scott)

βλᾱκεύω: εἶμαι νωθρός, ὀκνηρός, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11., 5. 8, 15· ἔν τινι Ἱππ. π. Ἀγμῶν 764. - Μέσ. = τρυφάω, Ἡλιόδ. 7. 27. ΙΙ. μ. αἰτ., χάνω ἢ φθείρω, καταστρέφω ἕνεκα ὀκνηρίας, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 26.

French (Bailly abrégé)

être mou, inerte, lâche.
Étymologie: βλάξ.

Spanish (DGE)

1 aflojar, dejar flojo οὐ μὴν ἐπιλείπειν χρή, οὐδὲ β. (en la extensión de una fractura) no conviene quedarse corto ni que haya holgura en la alineación de ambas partes del hueso, Hp.Fract.17.
2 remolonear, haraganear καθήμενον καὶ βλακεύοντα X.An.5.8.15, cf. 2.3.11, β. καὶ ἀποδειλιᾶν D.H.9.31, μή τι ὁ οἰκονόμος βλακεύσας ... λάθῃ Luc.Ep.Sat.26, cf. Clem.Al.Q.D.S.21.3, Ael.NA epíl.
c. constr. echarse atrás, escurrir el bulto ἐν τῷ περιπατεῖν Gal.5.733, πρὸς τὴν αἰτίαν ante la acusación Philostr.VA 7.14.
3 dicho del carácter actuar fatua o neciamente, hacer el tonto βλακεύειν [μ] έντο[ι φη] μιστέον, εἰ νομίζει Phld.Hom.28.9, cf. Procop.Arc.9.15, Vett.Val.455.23
en v. med. mismo sent., Ael.Dion.β 15, σπανίως ... τις ὑπὲρ πατρίδος ἑαυτὸν ἐπέδωκεν εἰς θάνατον βλακευσάμενος como caso raro, alguno, actuando neciamente, se presta a la muerte por la patria S.E.P.3.193, cf. Hld.7.27, Didym.2Cor.3.4.

Greek Monolingual

(AM βλακεύω) βλαξ
νεοελλ.
χαζεύω, συμπεριφέρομαι σαν βλάκας
αρχ.
1. είμαι βλάκας
2. καταστρέφω κάτι με την οκνηρία μου.

Greek Monotonic

βλᾱκεύω: μόνο στον ενεστ.,
I. είμαι νωθρός, άτονος, οκνηρός, σε Ξεν.
II. με αιτ., χάνω, φθείρω, καταστρέφω εξαιτίας της οκνηρίας, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

βλᾱκεύω: быть вялым, медлительным, тупым Xen.: βλακεῦσαί τι Luc. (по тупоумию) прозевать что-л.

Middle Liddell

βλάξ
I. only in pres., to be slack, lazy, Xen.
II. c. acc. to lose or waste through laziness, Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλακεύω βλάξ slap zijn, lui zijn, lamlendig zijn :. ὁπότε ἴδοιμι καθήμενον καὶ βλακεύοντα telkens als ik zag dat iemand bleef zitten en lamlendig was Xen. An. 5.8.15.