Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξομματόω

From LSJ
Revision as of 18:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξομμᾰτόω Medium diacritics: ἐξομματόω Low diacritics: εξομματόω Capitals: ΕΞΟΜΜΑΤΟΩ
Transliteration A: exommatóō Transliteration B: exommatoō Transliteration C: eksommatoo Beta Code: e)commato/w

English (LSJ)

   A open the eyes of, τὰ τεως μεμυκότα καὶ τυφλά Ph.1.455:—Pass., to be restored to sight, ἀντὶ τυφλοῦ ἐξωμμάτωται S.Fr.710, cf. Ph.1.109, Ael.NA17.20.    2 metaph., make clear or plain, φλογωπὰ σήματα ἐξωμμάτωσα A.Pr. 499.    II bereave of eyes, E.Fr.541.

German (Pape)

[Seite 886] 1) sehend machen, die Augen öffnen; ἀντὶ τυφλοῦ ἐξωμμάτωται Ar. Plut. 635; vgl. Ael. H. A. 17, 20. Dah. von Sachen, aufhellen, deutlich machen, σήματα, πρόσθεν ὄντ' ἐπάργεμα Aesch. Prom. 497. – 2) der Augen berauben, blenden, Eur. bei gehol. Phoen. 61 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξομμᾰτόω: ἀνοίγω τοὺς ὀφθαλμούς τινος, κάμνω αὐτὸν νὰ βλέπῃ, Παθ., ἀνακτῶμαι τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου ἀναβλέπω, ἀντὶ γὰρ τυφλοῦ ἐξωμμάτωται Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 635, («ἐκ Φινέως Σοφοκλέους ὁ στίχος» Σχόλ.) πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 17. 20. 2) μεταφ., καθιστῶ τι σαφὲς ἢ φανερόν, φλογωπά σήματα ἐξωμμάτωσα Αἰσχύλ. Προμ. 499. ΙΙ. ἐξορύττω τοὺς ὀφθαλμούς, ἐκτυφλῶ, τυφλώνω, Λατ. exoculare, Εὐρ. Ἀποσπ. 545· ― ἐξομματίζω, μεταγεν. τύπος, «ἡ δὲ συνήθεια τὸ ἐξομματίζω (χυδ. «ξεμματίζω») ἐπὶ τοῦ καθαίρειν τοὺς κυάμους, τὴν προεστηκυῖαν μέλαιναν οὐλήν, οἷον ὀφθαλμὸν ἐκκόπτοντας, καταχρηστικῶς τέταχεν· ὅθεν καὶ ἐξωμματισμένα κοκκία τοὺς οὕτω καθαρθέντας κυάμους λέγομεν» Κοραῆ σημ. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. (5. 11) σ. 310.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ouvrir les yeux, faire voir clair ; rendre clair, faire briller.
Étymologie: ἐξ, ὄμμα.

Greek Monotonic

ἐξομμᾰτόω: μέλ. -ώσω,
I. ανοίγω τα μάτια κάποιου — Παθ., βρίσκω, ανακτώ την όρασή μου, σε Σοφ. παρά Αριστοφ.
II. μεταφ., ξεκαθαρίζω ή αποσαφηνίζω, φανερώνω, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξομμᾰτόω:
1) открывать (кому-л.) глаза, делать зрячим: ἀντὶ τυφλοῦ ἐξομματοῦσθαι Arph. из слепца стать зрячим;
2) открывать, являть, делать очевидным (φλογωπὰ σήματα Aesch.);
3) лишать глаз, ослеплять (τινα Eur.).

Middle Liddell

fut. ώσω
I. to open the eyes of: Pass. to be restored to sight, Soph. ap. Ar.
II. metaph. to make clear or plain, Aesch.