δύσφημος
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
Dor. -φᾱμος, ον,
A of ill omen, boding, Hes.Op.735; opp. εὔφημος, E.Andr. 1144, Pl.Hp.Ma.293a. Adv. -μως, ἱερουργεῖν Zen.4.95. II slanderous, shameful, ἔπη Thgn.307; λόγος Men. 715; abusive, Plu.Luc.18. Adv. -μως Phryn.PSp.62 B. III of ill fame, evil, κλέος Pi.N.8.37.
German (Pape)
[Seite 690] 1) von böser Vorbedeutung; Hes. O. 733; κραυγή Eur. Andr. 1145; Hec. 195; vgl. Plat. Hipp. mai. 293 a. – 2) κλέος, übler Ruf; Pind. N. 8, 37; schmähend, βλασφημίαι Hdn. 8, 5, 3; vgl. ὁ λοιδορῶν δυσφήμῳ λόγῳ Men. fr. inc. 169; Plut. Luc. 18.
Greek (Liddell-Scott)
δύσφημος: Δωρ. -φᾱμος, ον, κακὰ οἰωνιζόμενος, ἀπαίσιος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 733· ἀντίθ. εὔφημος, Εὐρ. Ἀνδρ. 1144, κτλ. ΙΙ. κακολόγος, ὑβριστικός, ἔπη Θέογν. 307 Bgk., πρβλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 169. ΙΙΙ. κακὴν ἔχων φήμην, κλέος Πίνδ. Ν. 8. 62.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de mauvais augure.
Étymologie: δυς-, φήμη.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. -φᾱμος Pi.N.8.37
• Morfología: [ép. gen. -οιο Hes.Op.735]
I 1de mal agüero, ominoso, nefando τάφος Hes.l.c., φῆμαι E.Hec.194, ἰωή A.R.1.1137, θειασμοί I.BI 2.650, ref. la noche, Str.3.2.12, de palabras, Arr.Epict.3.24.89, φωναὶ δύσφημοι maldiciones D.H.7.69
•subst. τὸ δ. mal augurio οἱ δ' ἐπὶ τὸ δυσφημότερον ἀνασταῖεν (ἀστράγαλοι) Luc.Am.16, cf. Gr.Naz.M.35.520C
•que rompe el silencio religioso κραυγὴ δ' ἐν εὐφήμοισι δ. δόμοις E.Andr.1144.
2 infame, de mala fama κλέος Pi.l.c., ἔργα Iust.Phil.1Apol.26.7
•neutr. subst. τὸ δ. infamia τὰ δύσφημα καὶ τὰ δυσώνυμα Ph.2.560.
3 gram. impropiamente dicho, mal expresado τὸ «ἀπό» δύσφημόν ἐστιν Ach.Tat.Phaen.4.1.
II injurioso rel. lo sagrado, blasfemo ἔπη Thgn.307, τὸ ... φάναι ταῦτα Pl.Hp.Ma.293a, ἔθνος LXX 2Ma.13.11, δύσφημόν τι φθέγξασθαι Plu.Luc.18, βλασφημίαι Hdn.8.5.2
•en lit. crist., gener. de la herejía de los arrianos ὦ δύσφημοι καὶ δυσσεβεῖς Ath.Al.M.26.33B, ἑτερόδοξοι Eus.VC 3.66, λόγοι Origenes Hom.19.12 in Ier., op. ὀρθόδοξος Meth.Res.1.45
•neutr. subst. τὸ δ. calumnia, injuria τὰ καθ' ἡμῶν λεγόμενα δύσφημα Iust.Phil.1Apol.23.3, γίγαντες ... δύσφημα χέοντες Orac.Sib.1.124
•fig. en exageración cóm. blasfemia, equiv. a cosa que no se debe decir ἡ δ' ἐπὶ δυ[σφήμοις] Λίνδος ἄγει θυσίην la ciudad de Lindos con blasfemias celebra el sacrificio Call.Fr.7.20, ἄπαγε. δύσφημα γὰρ ταῦτα ¡vamos! eso son blasfemias, e.e., eso es algo que no debes decir Luc.Herm.6.
III adv. -ως
1 con mal agüero Phryn.PS p.62.
2 con injurias, de manera blasfema δ. ἱερουργεῖν Zen.4.95, rel. la herejía, Pamph.Mon.Solut.13.29, 17.41.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δύσφημος, -ον
Α δωρ. και δύσφαμος, -ον)
υβριστικός, κακολόγος
μσν.
βλάσφημος
αρχ.
1. δυσοίωνος, απαίσιος
2. αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα.
Greek Monotonic
δύσφημος: Δωρ. -φᾱμος, -ον (φήμη),·
I. δυσοίωνος, απαίσιος, σε Ησίοδ., Ευρ.
II. υβριστικός, ονειδιστικός, σε Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
δύσφημος: дор. δύσφᾱμος 2
1) предвещающий дурное, зловещий (τάφος Hes.; κραυγή Eur.; φωνή Plut.);
2) оскорбительный, злословящий (λοιδορεῖν τινα δυσφήμῳ λόγῳ Men.);
3) опороченный, дурной (κλέος μὴ δύσφαμον Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δύσφημος -ον, Dor. δύσφᾱμος [δυσ-, φήμη] van slechte voorbetekenis. lasterlijk.
Middle Liddell
φήμη
I. of ill omen, boding, Hes., Eur.
II. slanderous, Theogn.