ἐγκάρδιος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, A in the heart, ἐγκάρδιόν ἐστί (or γίγνεταί) τί τινι it goes to his heart, Democr. 262, D.S.1.45; τἀγκ. τις ἐρεῖ what is in his heart, Phld. Lib.p.14 O. Adv., ὅταν γεννηθῇς ἐγκαρδίως PMag.Par.1.1785. 2 in close proximity, of planets, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).105. II ἐγκάρδιον, τό (ἐγκάρδιος, ὁ, S.E.M.9.119), heart-wood, core, Thphr. HP3.8.5, 5.3.2; pith, Dsc.1.109.5, Gp.12.25.3. 2 generally, core, Roussel Cultes Égyptiens 236 (Delos, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 704] 1) im Herzen, herzlich; ἔρως Ep. ad. 3 (XII, 17) u. a. Sp.; ἐγκάρδιον γίγνεταί μοί τι, es geht mir Etwas zu Herzen, D. Sic. 1, 45; Democrit. Stob. flor. 46, 44. Nach B. A. p. 250 von großem Schmerze, τὸ ἁπτόμενον τῆς καρδίας. – 2) τὸ ἐγκάρδιον, das Herz, der Kern des Holzes, Theophr.; auch ὁ ἐγκ., Lob. Paralipp. 308.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκάρδιος: -ον, ἐν τῇ καρδίᾳ, ἐγκάρδιόν ἐστι (ἢ γίγνεται) τί μοι. εἰσδύεται εἰς τὴν καρδίαν μου, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 310. 40, πρβλ. Διόδ. 1. 45. ΙΙ. ἐγκάρδιον, τό, τὸ ἐσωτερικώτατον μέρος τοῦ ξύλου, «ἡ καρδιὰ» ἢ «ψίχα», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 8, 5. ΙΙΙ. ἐγκαρδία, ἡ, λίθος τις τῶν τιμίων, Πλίν. Η. Ν. XXXVII 58, ἔνθα τρία εἴδη αὐτῆς καταλέγονται, ἔχοντα πάντα ἄλλο ἄλλου χρώματος εἰκόνα καρδίας.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est dans le cœur.
Étymologie: ἐν, καρδία.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -α Horap.1.7 (cód.)]
I 1que está en el corazón ἔρως AP 12.17, ψυχή Horap.l.c., πνεῦμα Ph.2.211, de Hermes PMag.5.400, καὶ οἱ τοῦτο ἐγκάρδιον ἀνάγκη εἶναι y es necesario que eso esté en su ánimo Democr.B 262, ἐγκάρδιον αὐτῷ τὴν μεταβολὴν γενέσθαι tomar a pecho el cambio D.S.1.45.
2 que sale del tronco, medular de una rama de árbol φύλλα δάφνης ἐγκαρδίου PMag.5.370.
3 astr. que está en el corazón del sol, e.e. en conjunción exacta con el sol, de los planetas, Antioch.Astr. en Cat.Cod.Astr.8(3).105.14.
II subst.
1 τὸ ἐ. interior de algo, núcleo ὁλκὴ σὺν τῷ ἐγκαρδίῳ ὄντι χαλκῷ ID 1442B.58 (II a.C.), ξύλινον ID 1442B.59 (II a.C.).
2 bot. τὸ ἐ. médula de árboles o plantas, Thphr.HP 3.8.5, 5.3.2, Dsc.1.109.5, Gp.12.25.3
•tb. ὁ ἐ. mismo sign., S.E.M.9.119.
3 τὰ ἐ. lo que está en el fondo del corazón e.e. los sentimientos íntimos οὐδέν ἐστι τηλικοῦτον ὡς τὸ ἔχει<ν> ᾧ τἀ[γ] κάρδ[ι] ά τις ἐρεῖ nada hay más grande que tener alguien a quien decir lo que está en el fondo de nuestro corazón Phld.Lib.14, cf. Clem.Al.Paed.1.3.9.
III adv. -ως dentro del corazón γεννᾶσθαι ἐ. PMag.4.1785 (pap.).
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐγκάρδιος, -ον)
αυτός που υπάρχει στην καρδιά ή προέρχεται από αυτήν, αληθινός, ειλικρινής («εγκάρδια συγχαρητήρια»)
μσν.
(για αδερφό) γνήσιος
αρχ.-μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκάρδια
αυτά που βρίσκονται μέσα στην καρδιά, τα απόκρυφα
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐγκαρδία
ονομασία πολύτιμου λίθου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκάρδιον
η καρδιά, η ψίχα του ξύλου.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκάρδιος: запавший (глубоко) в сердце, сердечный (ἔρως Anth.): ἐγκάρδιον γενέσθαι τινί Diod. быть близким чьему-л. сердцу.