ἰότης
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
[ῐ], ητος, ἡ, A will, desire, Ep.and Lyr. almost always in dat., θεῶν ἰότητι by the will of the gods, Il.19.9, Od.7.214,al., cf.Alc.13A; μητρὸς ἐμῆς ἰότητι at her will, Il.18.396; κακῆς ἰ. γυναικός Od.11.384; μνηστήρων ἰ. 18.234; ἀλλήλων ἰ. Il.5.874; ἀναιδήτῳ ἰ. with shameless will, A.R.4.360: acc. only in Il.15.41 δι' ἐμὴν ἰ. II once in Trag., for the sake of, ἰότατι γάμων A.Pr.558 (lyr.).—Hsch. explains it by βουλήσει, αἰτία, ὀργῇ, χάριτι.
German (Pape)
[Seite 1256] ητος, ἡ (von ἴς od. ἴεμαι), Wille, Beschluß; θεῶν ἰότητι, nach dem Rathschlusse der Götter, kraft göttliches Willens, δαμάσθη Il. 19, 9, μόγησα Od. 14, 198, ἐν σπήεσσι κέονται 16, 232; μητρὸς ἐμῆς ἰότητι κυνώπιδος Il. 18, 396; ἐν νόστῳ ἀπόλοντο κακῆς ἰότητι γυναικός, auf des bösen Weibes Anstiften, Od. 11, 384; μνηστήρων ἰότητι 18, 234; ἀλλήλων, Einer auf des Andern Anstiften, Il. 5, 874; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 360; bei Aesch. Prom. 557 ἰότητι γάμων = wegen der Hochzeit. – Sonst findet sich nur einmal der acc., δι' ἐμὴν ἰότητα, Il. 15, 41. – Bei Hesych. wird es βουλήσει, αἰτίᾳ, ὀργῇ, χάριτι erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἰότης: -ητος, ἡ, (ἴδε ἵμερος ἐν τέλει) θέλησις, βούλησις, παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε κατὰ δοτ., ὡς, θεῶν ἰότητι, τῇ βουλήσει τῶν θεῶν, (ἴδε ἐν λ. ἕκητι), Ἰλ. Τ. 9, Ὀδ. Η. 214, κτλ.˙ σπανιώτερον ἐπὶ ἀνθρώπων, μητρὸς ἐμῆς ἰότητι Ἰλ. Σ. 396˙ κακῆς.. ἱ. γυναικὸς Ὀδ. Λ. 384˙ μνηστήρων ἰ. Σ. 234˙ ἀλλήλων ἰ. Ἰλ. Ε. 874˙ ἀναιδήτῳ ἰ., ἀναισχύντῳ βουλήσει, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 360˙ ἡ αἰτ. μόνον ἐν Ἰλ. Ο. 41, δι’ ἐμὴν ἰότητα, ἀντὶ ἐμῇ ἰότητι. ΙΙ. ὁ Αἰσχύλ. ἔχει αὐτὸ ἅπαξ ἐν χωρικῷ ὡ. τὸ ἕκατι ΙΙ, χάριν τινός, ἰότατι γάμων Πρ. 559. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰότητι˙ βουλήσει, θελήσει, αἰτίᾳ, ὀργῇ, χάριτι».
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 volonté;
2 postér. disposition pour, dessein : γάμων ἰότατι dor. ESCHL à l’intention de (ton) hymen.
Étymologie: p. *ἰσότης, de la R. Ἰσ, désirer.
English (Autenrieth)
ητος: will, mostly θεῶν ἰότητι, Od. 7.214, etc.; μνηστήρων ἰότητι, ‘according to their wish,’ Od. 18.234.
Greek Monolingual
ἰότης, ἡ (Α)
1. θέληση, επιθυμία («θεῶν ἰότητι» — με τη θέληση τών θεών, Ομ. Οδ.)
2. για χάρη κάποιου, ένεκα («ἰότητι γάμων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < isto- (μετοχικός τ., πρβλ. αρχ. ινδ. ista- «ποθητός»), οπότε η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. ρ. is «επιθυμώ». Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το ἵεμαι «επιθυμώ, λαχταρώ», οπότε πρέπει να αναχθεί σε αρχικό τ. ρηματικού επιθ. Fίοτος, απ' όπου Fιοτ-ότης και, με απλολογία, Fıoτης (απαντά και στο σύνθ. βοιωτ. ανθρωπωνύμιο ΘειοFίοτος (< φρ. θεῶν ἰότητι). Πιθ., τέλος, ο τ. ἰότης να προέκυψε με λανθασμένο χωρισμό της λ. δηιότητι σε δή ἰότητι].
Greek Monotonic
ἰότης: -ητος, ἡ,
I. θέληση, επιθυμία· θεῶν ἰότητι, με τη θέληση ή εντολή των θεών, σε Όμηρ.
II. όπως το ἕκατι II, άπαξ σε χορικό του Αισχύλ., για χάρη, ἰότατι γάμων, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἰότης: ητος, дор. ἰότᾱς, ᾱτος (ῐ) ἡ (преимущ. dat., редко acc.)
1) воля, желание: θεῶν ἰότητι Hom. по воле богов; κακῆς ἰότητι γυναικός Hom. по прихоти злой женщины; μὴ δι᾽ ἐμὴν ἰότητα Hom. не по моему желанию;
2) основание, причина: ἰότᾱτι (дор. = ἰότητι) γάμων Aesch. вследствие брака.
Frisk Etymological English
Grammatical information: only dat. ἰότητι (Hom., A. R.; ἰότατι Alc. α 309 L.P., A. Pr. 558 [lyr.]) except ἰότητα Ο 41, about will, decision (θεῶν ἰότητι etc.). On the use in Homer Krarup Class. et. Med. 10, 13).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [16] *h₂eis- wish
Etymology: Uncertain. Two hypotheses: 1. to Skt. iṣ- wish (pres. iccháti), either from *iso-tāt- (Curtius 402; thus Schwyzer 528 n. 8) or *isto-tāt- from the ptc. *istós = Skt. iṣṭá- wished (Chantr. Form. 294); 2. to ἵεμαι hasten, desire from *Ϝιό-της or, with haplological hortening, *Ϝιοτό-της, from *Ϝίοτος wishing = Lat. (in-)vītus (s. on ἵεμαι; Sommer Lautstud. 12f.); however, ἵεμαι has a long i. - Improbable Leumann Hom. Wörter 127ff. (with criticism on the preceding), who explains ἰότητι from a false division of δηιοτῆτι (-τος) enmity in δη ἰότητι (-τος); the Boeot. PN Θειο-Ϝίοτος, which speaks strongly for an original Ϝιότητι, would have been built on ep. θεῶν ἰότητι; against Leumann Fraenkel Gnomon 23, 373.
Middle Liddell
ἰότης, ητος,
I. will, desire, θεῶν ἰότητι by the will or hest of the gods, Hom.
II. = ἕκατι II, for the sake of, ἰότᾱτι γάμων Aesch. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ἰότης: {iótēs}
Grammar: nur Dat. ἰότητι (Hom. elfmal, A. R.; ἰότατι Alk. α 3, A. Pr. 558 [lyr.]) außer ἰότητα Ο 41
Meaning: etwa Wille, Entschluß, Anlaß (θεῶν ἰότητι usw.; zum Gebrauch bei Homer [nur in der Rede] Krarup Class. et. Med. 10, 13).
Etymology : Nicht sicher erklärt. Zwei Hypothesen: 1. zu aind. iṣ- wünschen (Präs. iccháti), u. zw. entweder aus *iso-tāt- (Curtius 402 nach Pott u. A.; auch Schwyzer 528 A. 8 mit einer zweifelhaften Alternative) oder auch *isto-tāt- vom Ptz. *istós = aind. iṣṭá- erwünscht (Chantraine Formation 294); 2. zu ἵεμαι sich beeilen, begehren aus *ϝιότης oder, mit haplologischer Kürzung, *ϝιοτότης, von *ϝίοτος wollend = lat. (in-)vītus (s. zu ἵεμαι; Fick 1, 124 und 543, Sommer Lautstud. 12f.). — An beiden diesen Erklärungsversuchen eine wohlbegründete Kritik übend will Leumann Hom. Wörter 127ff. nicht weniger kühn ἰότητι aus einer falschen Zerlegung von δηιοτῆτι (-τος) Feindseligkeit in δὴ ἰότητι (-τος) herleiten; der böot. EN Θειοϝίοτος, der zweifellos stark zugunsten eines urspr. ϝιότητι spricht, wäre aus dem ep. θεῶν ἰότητι gebildet. Gegen Leumann u. a. Fraenkel Gnomon 23, 373.
Page 1,731