λάσται
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
πόρναι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
λάσται: «πόρναι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λάσται (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πόρναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρ. las- «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τους τ. λιλαίομαι, λάσθη.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: πόρναι H.; s. λιλαίομαι.
Other forms: Shortened form λάστρις (EM 159,30).
Derivatives: Besides λάσταυρος κίναιδος' (Theopomp., AP ), ἡμι-λάσταυρος (Men.), hardly after κένταυ-ρος, cf. H.: κένταυροι ... καὶ οἱ παιδερασται(?).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 383 connects λασιτός κίναιδος and λεσιτὸς πόρνη. The root λασ- is clearly Pre-Greek. (Therefor not to λιλαίομαι.)
Frisk Etymology German
λάσται: {lástai}
Meaning: πόρναι H.;
Derivative: Daneben λάσταυρος κίναιδος (Theopomp., AP u. a.), ἡμιλάσταυρος (Men.), wohl nach κένταυρος, vgl. H.: κένταυροι· ... καὶ οἱ παιδερασταί; Kurzform λάστρις (EM 159,30).
See also: s. λιλαίομαι.
Page 2,89