κροταλίζω
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
English (LSJ)
A use rattles or castanets, τινὲς τῶν γυναικῶν, κρόταλα ἔχουσαι, κροταλίζουσι Hdt.2.60: hence ἵπποι κείν' ὄχεα κροτάλιζον rattled them along, Il.11.160. II later, clap, applaud, Anaxil.2, D.Chr.31.162, Alciphr.2.4:—Pass., Ath.4.159e, 11.503f.
German (Pape)
[Seite 1513] klappern od. rasseln lassen; ἵπποι κείν' ὄχεα κροτάλιζον Il. 11, 159, die Rosse rasselten mit den leeren Wagen daher. – Die Schellen, Becken aneinander schlagen, Her. 2, 60 u. Sp. – Uebh. klatschen, Beifall klatschen, wie κροτέω, μετὰ χαρᾶς Ath. IX, 395 a, u. pass., κροταλιζομένου ποτέ τινος τῶν αὐλητῶν XIV, 631 f. ὑπὸ πάντων κροταλισθείς XI, 503 f; auch a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κροτᾰλίζω: (κρόταλον) ποιῶ κρότον διὰ τῆς συγκρούσεως κροτάλων, παίζω τὰ κρόταλα, κροταλίζω, τινὲς τῶν γυναικῶν, κρόταλα ἔχουσαι, κροταλίζουσι Ἡρόδ. 2. 60· ― ὅθεν, ἵπποι κείν’ ὄχεα κροτάλιζον, τὰ ἔσυρον μετὰ κρότου, Ἰλ. Λ. 160, πρβλ. κροτέω Ι. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡς τὸ κροτέω ΙΙ. 2, ἐπικροτῶ, Ἀλκίφρων 2. 4, 5, Ἀθήν. 395Α, 503F. ― Παθ., αὐτόθι 159Ε.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐκροτάλισα;
1 faire résonner en heurtant, acc.;
2 faire résonner des castagnettes ou cliquettes.
Étymologie: κρόταλον.
English (Autenrieth)
(κρόταλον): rattle; ὄχεα κροτάλιζον, ‘drew the rattling chariots,’ Il. 11.160†.
Greek Monolingual
και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) κρόταλον
1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι κροταλίζουσι», Ηρόδ.)
2. κρούω επανειλημμένως κάτι (α. «δεν είν' εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τές κουρταλεί», Σολωμ.
6. «κροταλίζω τη γλώσσα μου» γ. «κείν' ὄχεα κροτάλιζον ἀνὰ πτολέμοιο γέφυρας», Ομ. Ιλ.)
3. επευφημώ, χειροκροτώ
νεοελλ.
1. ανακινώ κάτι για να το ανακατέψω
2. ανακινούμαι, ανακατεύομαι
μσν.
χτυπώ την πόρτα.
Greek Monotonic
κροτᾰλίζω: μέλ. -σω (κρόταλον), χρησιμοποιώ κρόταλα ή καστανιέτες, σε Ηρόδ.· γενικά, ἵπποι ὄχεα κροτάλιζον, τα έσερναν με κρότο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κροτᾰλίζω:
1) грохотать, перен. с грохотом проносить (ἵπποι κείν᾽ ὄχεα κροτάλιζον Hom.);
2) трещать (τῶν γυναικῶν τινες, κρόταλα ἔχουσαι, κροταλίζουσι Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κροταλίζω [κρόταλον] ratelen, klepperen; uitbr.: πολλοὶ... ἵπποι κείν ’ ὄχεα κροτάλιζον vele paarden lieten lege wagens ratelen Il. 11.160.
Middle Liddell
κροτᾰλίζω, κρόταλον
to use rattles or castanets, Hdt.:—generally, ἵπποι ὄχεα κροτάλιζον were rattling them along, Il.