μυάγρα

From LSJ
Revision as of 15:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠάγρα Medium diacritics: μυάγρα Low diacritics: μυάγρα Capitals: ΜΥΑΓΡΑ
Transliteration A: myágra Transliteration B: myagra Transliteration C: myagra Beta Code: mua/gra

English (LSJ)

ἡ, (μῦς) A mouse-trap, AP9.410 (Tull. Sab.), Poll.7.41:— also μύαγρον, τό, Gloss. II = ἀσπάραγος πετραῖος, Ps.-Dsc.2.125.

German (Pape)

[Seite 213] ἡ, die Mäusefalle, Tull. Gem. 9 (IX, 410).

Greek (Liddell-Scott)

μυάγρα: ἡ, (μῦς) παγὶς πρὸς σύλληψιν μυῶν, Ἀνθ. Π. 9. 410, Πολυδ. Ζ΄, 41.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
souricière.
Étymologie: μῦς, ἄγρα.

Greek Monolingual

η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη)
παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα
νεοελλ.
ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω
αρχ.
1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος
2. (κατά τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον της μυάγρας ξύλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδ-άγρα, πυρ-άγρα)].

Greek Monotonic

μυάγρα: ἡ (μῦς), ποντικοπαγίδα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μυάγρα: ἡ мышеловка Anth.

Middle Liddell

μυ-άγρα, ἡ, [μῦς]
a mouse-trap, Anth.