περιμυκάομαι

From LSJ
Revision as of 20:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιμῡκάομαι Medium diacritics: περιμυκάομαι Low diacritics: περιμυκάομαι Capitals: ΠΕΡΙΜΥΚΑΟΜΑΙ
Transliteration A: perimykáomai Transliteration B: perimykaomai Transliteration C: perimykaomai Beta Code: perimuka/omai

English (LSJ)

A roar round, τινα Plu.Crass.26 ; cf. περιμηκάομαι.

German (Pape)

[Seite 583] (s. μυκάομαι), rings umbrüllen; τύμπ ανα περιεμυκᾶτο τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Crass. 26; περιμυκήσωνται, Orph. lith. 207.

Greek (Liddell-Scott)

περιμῠκάομαι: ἀποθ., μυκῶμαι, ἠχῶ ὁλόγυρα, πολλὰ τῶν τυμπάνων αὖθις περιεμυκᾶτο τοὺς Ρωμαίους Πλουτ. Κράσσ. 26.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
mugir ou gronder autour de, acc..
Étymologie: περί, μυκάομαι.

Greek Monotonic

περιμῡκάομαι: αποθ., βρυχώμαι ολόγυρα, τινα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

περιμῡκάομαι: реветь, гудеть вокруг (πολλὰ τῶν τυμπάνων περιεμυκᾶτο τοὺς Ῥωμαίους Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-μυκάομαι om... heen brullen.

Middle Liddell

Dep. to roar round, τινα Plut.