τρισσός

From LSJ
Revision as of 13:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισσός Medium diacritics: τρισσός Low diacritics: τρισσός Capitals: ΤΡΙΣΣΟΣ
Transliteration A: trissós Transliteration B: trissos Transliteration C: trissos Beta Code: trisso/s

English (LSJ)

ή, όν; Att. τριττός Pl.Lg.782d, etc.; Ion. τριξός (q. v.): (τρίς):—A threefold, triune Hes.Fr.191, E.Fr.285.3, etc.; τρισσὸν ζεῦγος τρισσῶν (sed leg. τριῶν) θεῶν Id.Tr.924; πρᾶσις τ. γραφεῖσα POxy.1208.24 (iii A. D.):—Adv. -ῶς Thphr. ap. D.H.Lys.14, LXXPr.22.20, al., AP 12.123. II in pl., = τρεῖς, Pi.P.8.80, S.OT164 (lyr.), OC479, E.Hec.645 (lyr.), Pl.R.504a. III = τρίτος, IG12(2).129.8 (Mytil.). IV τρισσοί, = shields, misrendering of Hebr. šelātî through confusion with šālōš 'three', LXX4 Ki.11.10. V literal rendering of Hebr. šālīš 'measure containing third part (of unknown unit)', Aq.Is.40.12.

Greek (Liddell-Scott)

τρισσός: ή, όν· νεώτερ. Ἀττ. τριττὸς (Πλάτ. Νόμ. 782D)· Ἰων. τριξὸς (ὃ ἴδε), πρβλ. διξός· (τρίς)· - τριπλοῦς, Λατ. triplex, Ἡσ. Ἀποσπ. 68. 2, Εὐρ. κλπ.· τρισσὸν ζεῦγος τρισσῶν θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 924. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ἀνθ. Π. 12. 123, Διον. Ἁλ., κλπ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., = τρεῖς, Πινδ. Π. 8. 115, Σοφ. Ο. Τ. 164, Ο. Κ. 479, Πλάτ. Πολ. 504Α, κλπ.· πρβλ. τριφάσιος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 triple;
2 au plur. trois ; adv. • τρισσά triplement.
Étymologie: τρίς ; cf. τριξός.

English (Slater)

τρισσός
   1 threefold Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (P. 8.80)

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ, και αττ. τ. τριττός και ιων. τ. τριξός, Α
τριπλός
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρισσά
κώδικες με τρεις στήλες
αρχ.
1. τρίτος
2. ονομασία μέτρου, το ένα τρίτο άγνωστου μεγέθους
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρισσοί
ασπίδες
4. (στον πληθ. όλων τών γενών) τρεις («τρισσῶν θεῶν» — τών τριών θεών (Ευρ.).
επίρρ...
τρισσῶς Α
τριπλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρισσός < τρι- (βλ. λ. τρεις, τρία) + επίθημα -σσός μέσω ενός τ. τριχjος επίρρ. τρίχα (πρβλ. δισσός < διχjος< δίχα). Ο τ. τριξός
< τρι- + επίθημα -ξός μέσω ενός τ. τριχθjος < επίρρ. τριχθά (πρβλ. διξός < διχθjος < διχθά)].

Greek Monotonic

τρισσός: Ιων. τριξός, -ή, -όν (τρίς
I. τριπλός, Λατ. triplex, σε Ευρ. κ.λπ.· επίρρ. τρισσῶς, σε Ανθ.
II. στον πληθ., τρεῖς, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τρισσός: позднеатт. τριττός, ион. τριξός 3 троякий, тройной Hes., Eur.: τρισσοὶ προφάνητέ μοι Soph. явитесь втроем ко мне; τριττὰ εἴδη Plat. три вида.

Middle Liddell

τρισσός, ιονιξ τριξός, ή, όν τρίς
I. threefold, Lat. triplex, Eur., etc.:—adv. -ῶς, Anth.
II. in pl., = τρεῖς, Pind., Soph., etc.