ἀξιόλογος

From LSJ
Revision as of 19:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιόλογος Medium diacritics: ἀξιόλογος Low diacritics: αξιόλογος Capitals: ΑΞΙΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: axiólogos Transliteration B: axiologos Transliteration C: aksiologos Beta Code: a)cio/logos

English (LSJ)

ον, A worthy of mention, remarkable, ὁ ἐν Ἐφέσῳ νηός Hdt.2.148, etc.; πόλεμος -ώτατος Th.1.1; τοῦτο -ώτερον X.Cyr.8.2.13; ἀλίθοι Suid. Adv. -γως X.Mem.1.5.5, Aristeas 72, Phld.Rh.1.2 S., al., Plu.2.128e. 2 of persons, of note, important, τοὺς μάλιστα ἐν τέλει καὶ ἀξιολογωτάτους Th.2.10, etc. 3 ἀ. μιμήματα imitations of worthy objects, Pl.Lg.669e.

German (Pape)

[Seite 270] der Rede werth, ansehnlich, gut, Plat. öftek, z. B. παιδεία Legg. VII, 803 d; Thuc. 4, 23 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιόλογος: -ον, ὁ ἄξιος λόγου, ἀξιοσημείωτος, ὁ ἐν Ἐφέσῳ… νηὸς Ἡρόδ. 2. 148· οὕτω Πλάτ. κ. ἄλλοι· πόλεμον... ἀξιολογώτατον, σημαντικώτατον, σπουδαιότατον, Θουκ. 1. 1· τοῦτο ἀξιολογώτερον Ξεν. Κύρ. 8. 2, 13: - Ἐπίρρ. -γως ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 1. 2) ἐπὶ προσώπων σπουδαῖος, ἐπίσημος, τοὺς μάλιστα ἐν τέλει καὶ ἀξιολογωτάτους Θουκ. 2. 10, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 digne d’être rapporté, mémorable;
2 digne de considération, considérable, estimable.
Étymologie: ἄξιος, λόγος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1digno de mención, notable, considerable de cosas y abstr. ὁ ἐν Ἐφέσῳ ... νηός Hdt.2.148, πόλεμος Th.1.1, πόλεις Th.5.74 μιμήματα imitaciones dignas de mención Pl.Lg.669e, ἀπόστημα Hp.Coac.146, ἕλκεα Hp.Dent.22, οὐθέν Arist.GA 746b5, τι Arist.Pol.1273b29, προκοπή Chrysipp.Stoic.3.51, πρᾶξις Plb.2.39.11, ὁλκάδες Str.3.2.3, de la amistad PLugd.Bat.17.14.8, λίθος Sud., cf. PPetr.2.16.7 (III a.C.)
subst. τὸ μεγαλεῖον καὶ ἀξιόλογον νοήσει Plu.2.214e.
2 importante, de calidad de pers. τοὺς μάλιστα ἐν τέλει καὶ ἀξιολογωτάτους Th.2.10, ἀνήρ IG 42.81.1 (Epidauro I d.C.), μήτηρ JRCil.1.27, cf. TAM 3.1.73, PTeb.27.22 (II a.C.), POxy.2705.3, BGU 326.2.17 (II d.C.)
subst. οἱ ἀξιολογώτατοι τῶν Ῥωμαίων Plb.39.1.3.
II adv. -ως
1 en forma digna de mención X.Mem.1.5.5, Aristeas 72, Phld.Rh.p.5Aur., Plu.2.128e.
2 razonablemente Clem.Al.Paed.3.6.34.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀξιόλογος, -ον)
1. άξιος μνείας, αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος
2. (για πρόσωπα) σπουδαίος, σημαντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση «άξιος λόγου»].

Greek Monotonic

ἀξιόλογος: -ον (λέγω),
1. άξιος προς αναφορά, αξιομνημόνευτος σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· πόλεμος ἀξιολογώτατος, σε Θουκ.· επίρρ. -γως, σε Ξεν.
2. λέγεται για πρόσωπα, διακεκριμένος, επιφανής, σημαντικός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιόλογος: заслуживающий упоминания или внимания, значительный, замечательный (ὁ ἐν Ἐφέσῳ νηός Her.; πόλεμος Thuc.; παιδεία Plat.; νῆσοι Arst.; πόλεις Plut.).

Middle Liddell

λέγω
1. worthy of mention, noteworthy, Hdt., Plat., etc.; πόλεμος ἀξιολογώτατος Thuc.:— adv. -γως, Xen.
2. of persons, of note, important, Thuc.

English (Woodhouse)

celebrated, considerable, eminent, famous, illustrious, important, notable, noteworthy, noticeable, a man of mark, important enough to be noticed, worth mentioning, worth noting

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)