Ἡφαιστότευκτος

From LSJ
Revision as of 11:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἡφαιστότευκτος Medium diacritics: Ἡφαιστότευκτος Low diacritics: Ηφαιστότευκτος Capitals: ΗΦΑΙΣΤΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: Hēphaistóteuktos Transliteration B: Hēphaistoteuktos Transliteration C: Ifaistotefktos Beta Code: *(hfaisto/teuktos

English (LSJ)

ον, A wrought by Hephaestus, σέλας S.Ph.987, cf. Simon.202A, D.L.1.32:—also Ἡφαιστοτευχής, ές, δέπας A.Fr.69 (lyr., leg. Ἡφαιστοτυκές).

German (Pape)

[Seite 1179] von Hephästus bereitet, hervorgebracht, σέλας Soph. Phil. 975, τρίπους D. L,. 1, 32, πανοπλία Procl. chrestom. 6.

Greek (Liddell-Scott)

Ἡφαιστότευκτος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Ἡφαίστου, σέλας Σοφ. Φ. 987, πρβλ. Σιμων. 206, Ἀντίμ. 9, Διογ. Λ. 1. 32· - ὡσαύτως Ἡφαιστοτευχής, ές, δέπας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, ἔνθα ὁ Herm. Ἡφαιστοτῠκές, χάριν τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
travaillé par Héphæstos.
Étymologie: Ἥφαιστος, τεύχω.

Greek Monotonic

Ἡφαιστότευκτος: -ον, ο κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

Ἡφαιστότευκτος: изготовленный, созданный Гефестом (σέλας Soph.; τρίπους Diog. L.).

Middle Liddell

Ἡφαιστό-τευκτος, ον
wrought by Hephaestus, Soph.