κατεισάγω

From LSJ
Revision as of 11:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεισάγω Medium diacritics: κατεισάγω Low diacritics: κατεισάγω Capitals: ΚΑΤΕΙΣΑΓΩ
Transliteration A: kateiságō Transliteration B: kateisagō Transliteration C: kateisago Beta Code: kateisa/gw

English (LSJ)

[ᾰγ], A display to one's own loss, μωρίαν AP10.91 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 1394] (s. ἄγω), zu seinem Schaden an den Tag legen, verrathen, μωρίαν Pallad. 71 (X, 91).

Greek (Liddell-Scott)

κατεισάγω: φέρω εἰς φῶς, φανερώνω πρὸς ζημίαν μου, ὅταν στυγῇ τις ἄνδρα, τὸν θεὸς φιλεῖ, μεγίστην μωρίαν κ. Ἀνθ. Π. 10. 91.

French (Bailly abrégé)

produire au jour, rendre visible.
Étymologie: κατά, εἰσάγω.

Greek Monolingual

κατεισάγω (Α)
φέρω εις φως, δείχνω, φανερώνω κάτι επί ζημία μου.

Greek Monotonic

κατεισάγω: μέλ. -ξω, προδίδω κάποιον προκαλώντας το χαμό του, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κατεισάγω: обнаруживать, показывать (μωρίαν Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εισάγω aan het licht brengen.

Middle Liddell

fut. ξω
to betray to one's own loss, Anth.