λα-

From LSJ
Revision as of 15:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱ Medium diacritics: λα- Low diacritics: λα- Capitals: ΛΑ-
Transliteration A: la- Transliteration B: la- Transliteration C: la- Beta Code: la

English (LSJ)

insep. Prefix with A intensive force, as in λακαταπύγων, λακατάρατος; cf. also λαί-μαργος.

Greek Monolingual

λα- (Α)
προθεματικό επιτατικό μόριο (πρβλ. ζα-) άγνωστης ετυμολ. που απαντά σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων (πρβλ. λα-κατάρατος λα-καταπύγων, λα-πτυήρ, λα-φονοι, λά-μαχος). Το μόριο εμφανίζεται και με τη μορφή λαι(σ)- κυρίως σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Λαι-κλῆς, Λαί-στρατος). Για τη σχέση μεταξύ λαι- και λα- πρβλ. ἰθαγενής: ἰθαι-γενής. Παραμένει αβέβαιο αν το -α- του μορίου είναι μακρό ή βραχύ.

Frisk Etymology German

λα-: {la-}
Meaning: verstärkendes Präfix,
Composita : nur in vereinzelten und seltenen Wörtern: λακαταπύγων (Ar. Ach. 664, λα- rhythm. gedehnt ?), λακατάρατος (Phot.; λακκ- cod.), λαπτυήρ· σφοδρῶς πτύων, λάφωνοι· λίαν ἄφωνοι H.; auch λαι- in PN, z. B. Λαικλῆς, Λαισποδίας (Bechtel Hist. Personennamen 273, Herrn. 50, 317); λαισ- in λαίσπαις· βούπαις. Λευκάδιοι H.; λι- in λιπόνηρος· λίαν πονηρός H.; vgl. zu λίαν.
Etymology : Verfehlte oder unsichere Kombinationen (λάγνος, λαιψηρός u. a.) bei Prellwitz Glotta 19, 116ff.
Page 2,64