οἰκουρέω
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
usu. in pres., A watch or keep the house, σηκὸν φυλάσσει .. οἰκουρῶν ὄφις watching, S.Ph.1328; πόλιν οἰ. guarding it, A.Ag.809 : generally, keep safe, guard, Ar.Ach.1060; keep watch in a temple, ὅταν οἰκουρῶσι μύσται Arist.Ath.56.4. II keep at home, as women, S.OC343; οἰ. ἔνδον Pl.R.451d, cf. D.59.86, Plu.Cam.11, Luc.Nigr. 18; of persons who stay at home and avoid military service, Hermipp. 45, Plu.Per.11, 12, etc. 2 ἕβδομον οἰ. μῆνα πολιορκοῦντες idle away seven months in the siege, Id.Cam.28. (Impf. οἰκ- or ᾠκ- acc. to Choerob. in Theod.2.50 H.: 2sg. οἰκούρεις Lex.Mess.p.413.)
German (Pape)
[Seite 303] das Haus bewachen, hüten, Aesch. Ag. 783; Soph. Phil. 1312, im Hause verweilen; Ggstz des Kriegs- u. Staatslebens, κατ' οἶκον οἰκουροῦσιν ὥςτε παρθένοι, O. C. 344; komisch Ar. ὅπως ἂν οἰκουρῇ τὸ πέος τοῦ νυμφίου, Ach. 1024; οἰκουρεῖν ἔνδον, Plat. Rep. V, 451 d; von Frauen, Dem. 59, 86 u. Sp., wie Plut. Pericl. 11; Luc. Nigr. 18, wo es nachher ein βίος γυναικώδης genannt wird; tadelnd: müssig, unthätig sein, Plut. Cam. 28.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκουρέω: ἐν χρήσει ἀείποτε κατ’ ἐνεστῶτα, ἐν τῷ δοκίμῳ λόγῳ, ὁ παρατ. οἰκούρουν μεταγεν., μένω κατ’ οἶκον, διατελῶ ἄγρυπνος, σηκὸν φυλάσσει... οἰκουρῶν ὄφις Σοφ. Φιλ. 1328· πόλιν οἰκ., φυλάττων αὐτήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 809· καθόλου, φυλάττω τι ἀσφαλές, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1060. ΙΙ. μένω κατ’ οἶκον, ὡς αἱ γυναῖκες, Σοφ. Ο. Κ. 343· οἰκ. ἔνδον Πλάτ. Πολ. 451D, πρβλ. Δημ. 1374. 13, Πλουτ. Κάμιλλ. 11, Λουκ. Νιγρ. 18· καὶ ἴδε οἰκούρημα· - ἀκολούθως ἐπὶ ἀνθρώπων οἴκοι μενόντων ἀντὶ νὰ ἐξέρχωνται ὅπως ὑπηρετῶσιν ἐν πολέμῳ, Ἕρμιππος ἐν «Μοίραις» 3, Πλουτ. Περικλ. 11. 12, κτλ.· πρβλ οἰκουρός. 2) ἕβδομον γὰρ ἐκεῖνον οἰκούρουν μῆνα πολιορκοῦντες, ἔμενον ἄπρακτοι πολιορκοῦντες, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 28.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf. ᾠκούρουν ou οἰκούρουν;
I. veiller sur la maison ; en gén. veiller sur, acc.;
II. garder la maison, rester chez soi ; p. suite
1 vivre isolé, solitaire, retiré;
2 être inactif, oisif.
Étymologie: οἰκουρός.
Greek Monotonic
οἰκουρέω: (οἰκουρός), κατά κανόνα στον ενεστ.·
I. επιτηρώ ή φροντίζω το σπίτι, σε Αισχύλ., Σοφ.· γενικά, διατηρώ κάτι ασφαλές, διαφυλάσσω, σε Αριστοφ.
II. 1. παραμένω μέσα στο σπίτι, όπως οι γυναίκες, σε Σοφ., Πλάτ.
2. ἕβδομον οἰκ. μῆνα πολιορκοῦντες, έμειναν αδρανείς κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκουρέω:
1) нести охрану (жилища), охранять, стеречь (τὸν σηκόν Soph.; πόλιν Aesch.);
2) оставаться дома, вести замкнутую жизнь (κατ᾽ οἶκον ὥστε παρθένοι Soph.; ἔνδον Plat.; οἰ. καὶ κρύπτεσθαι Plut.);
3) сидеть без дела, проводить в бездействии (ἕβδομον μῆνα Plut.).
Middle Liddell
οἰκουρέω, οἰκουρός
I. to watch or keep the house, Aesch., Soph.: generally to keep safe, guard, Ar. mostly in pres.]
II. to keep at home, as women, Soph., Plat.
2. ἕβδομον οἰκ. μῆνα πολιορκοῦντες they idled away seven months in the siege, Plut.