προσθόδομος

From LSJ
Revision as of 10:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσθόδομος Medium diacritics: προσθόδομος Low diacritics: προσθόδομος Capitals: ΠΡΟΣΘΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: prosthódomos Transliteration B: prosthodomos Transliteration C: prosthodomos Beta Code: prosqo/domos

English (LSJ)

ὁ, A chief of a house or its former lord, Ἀτρεῖδαι A.Ch. 322 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 766] der vorher das Haus bewohnte, od. der das Haus schirmt, Hort des Hauses, Aesch. Ch. 319.

Greek (Liddell-Scott)

προσθόδομος: ὁ, ὁ ἄρχων ἢ προστάτης οἴκου, ἢ ὁ πρῴην κύριος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 321

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se tient devant la maison ; p.-ê. protecteur de la maison.
Étymologie: πρόσθεν, δόμος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο αρχηγός ή προστάτης σπιτικού, νοικοκυριού, ή ο προηγούμενος κύριός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + δόμος.

Greek Monotonic

προσθόδομος: ὁ, προηγούμενος κύριος του σπιτιού, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

προσθόδομος:прежний хозяин или хранитель дома Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσθόδομος -ου, ὁ [πρόσθεν, δόμος] voormalige huiseigenaar.

Middle Liddell

προσθό-δομος, ὁ,
the former lord of a house, Aesch.