ἀποταφρεύω
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
A fence off with a ditch, X.An.6.5.1, HG5.4.38; for defence or offence, D.H.2.37, 3.41.
German (Pape)
[Seite 329] durch einen Graben befestigen, Xen. An. 6, 5, 1 Hell. 5, 4, 38 u. Sp., wie Dion. Hal. 9, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποταφρεύω: περιβάλλω διὰ τάφρου, ὀχυρώνω, κατὰ τὸ πλεῖστον συναπτόμενον μετὰ τοῦ ἀποσταυρόω, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 1, Ἑλλ. 5. 4, 38, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 58.
French (Bailly abrégé)
faire un retranchement au moyen d’un fossé.
Étymologie: ἀπό, ταφρεύω.
Spanish (DGE)
1 cavar un foso ᾗ ἡ εἴσοδος ἦν X.An.6.5.1, cf. D.C.40.7.2.
2 c. ac. proteger con un foso τὸ πεδίον καὶ τὰ πλείστου ἄξια τῆς χώρας X.HG 5.4.38, Ἀυεντῖνον D.H.2.37, ὁδόν Plu.2.1087c, χωρίον Polyaen.6.53.
Greek Monolingual
ἀποταφρεύω (Α)
περιβάλλω, ενισχύω, οχυρώνω (με τάφρο).
Greek Monotonic
ἀποταφρεύω: μέλ. -σω, περιβάλλω με τάφρο, οχυρώνω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποταφρεύω: окружать или укреплять рвом Xen., Plut.