ἐμπίτνω
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
poet. for ἐμπίπτω, fall upon, εἰς ὅμιλον B.9.24; τινί A. Ag.1468 (lyr.), Supp.120 (lyr.), cf. S.Aj.58.
German (Pape)
[Seite 813] (richtiger als ἐμπιτνέω, vgl. πίτνω), = ἐμπίπτω; δαῖμον ἐμπίτνεις δώμασι Aesch. Ag. 1447. 1148; Soph. Ai. 58, vom feindlichen Anfallen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπίτνω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐμπίπτω, Δαῖμον, ὡς ἐμπίτνεις δώμασι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1468, Ἱκ. 120, Σοφ. Αἴ. 58· ἐς ἵππιον ἐμπίτνων ὅμιλον Βακχυλ. 9. 24 (Blass)· πρβλ. πίτνω.
French (Bailly abrégé)
mieux que ἐμπιτνέω;
seul. prés;
c. ἐμπίπτω.
Étymologie: ἐν, πίτνω.
English (Slater)
ἐμπίτνω (ἐμπίπτων: aor. ἔμπετες, ἔμπεσε; ἐμπεσεῖν.)
a fall upon c. dat. τέτρασι δ' ἔμπετες ὑψόθεν σωμάτεσσι of a wrestler (P. 8.81) βαρὺ δέ σφιν Ἀχιλεὺς ἔμπεσε, χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων (Hermann: ἔμπεσ' Ἀχιλεὺς codd.) (N. 6.51)
b attack (with words) εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ (ἐμπίτνων coni. Schr., “nam πίπτω non est apud P.”) (I. 1.68)
c light upon, i. e. be exposed to c. dat. αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν (N. 7.73)
Spanish (DGE)
I intr.
1 caer sobre, abatirse c. dat. δαῖμον, ὃς ἐμπίτνεις δώμασι divinidad que te abates sobre el palacio A.A.1468, cf. 1175, B.10.24.
2 dar contra, golpear c. dat. πολλάκι δ' ἐμπίτνω ξὺν λακίδι λινοσινεῖ Σιδονίᾳ καλύπτρᾳ una y otra vez doy contra mi velo sidonio con golpe que rasga el lino A.Supp.120, 131.
II tr. atacar ἄλλοτ' ἄλλον ἐμπίτνων στρατηλατῶν S.Ai.58.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἐμπίτνω: ποιητ. αντί ἐμπίπτω, πέφτω πάνω σε, ρίχνομαι, τινί, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπίτνω: Aesch., Soph. = ἐμπίπτω 3, 5, 7.