ἐξέρπω

From LSJ
Revision as of 18:55, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξέρπω Medium diacritics: ἐξέρπω Low diacritics: εξέρπω Capitals: ΕΞΕΡΠΩ
Transliteration A: exérpō Transliteration B: exerpō Transliteration C: ekserpo Beta Code: e)ce/rpw

English (LSJ)

aor. A ἐξείρπῠσα Arist.HA599a26, Aret.SD2.13:—creep out of, ἔκ τινος Ar.Nu.710. 2 abs., creep out or forth, of a lame man, S.Ph.294; εἴ τις ἐξέρποι θύραζε Ar.Eq.607; of insects, Arist.HA 550a5, 599a26. II generally, go out, Hp.Vict.1.24; go forth, of an army or general, οὐ ταχὺ ἐξέρπει X.An.7.1.8, cf. Chiloap.D.L.1.73. 2 go away, ὑγιὴς ἐξῆρπε IG4.951.97 (Epid.). III trans., make to come forth, produce, βατράχους LXXPs.104(105).30.

German (Pape)

[Seite 878] dasselbe, hervorkriechen, herausschleichen, vom hinkenden Philoktet, Soph. Phil. 294; ἐκ τοῦ σκίμποδος, von den Wanzen, Ar. Nubb. 709; vom Heere, οὐ ταχὺ ἐξέρπει, es rückt langsam aus, schleicht nur so, Xen. An. 7, 1, 8. – Uebh. hervorkommen, Chilo bei D. L. 1, 73. – Bei Sp. auch trans., hervorbringen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέρπω: ἀόρ. ἐξείρπῠσα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 2: ― ἕρπω ἔξω ἔκ τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 710. 2) ἀπολ., ἕρπω ἔξω, ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φιλ. 294· εἴ τις ἐξέρπει θύραζε Ἀριστοφ. Ἱππ. 607· ἐπὶ ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 3., 8. 14, 2· ἐπὶ στρατεύματος, οὐ ταχὺ ἐξέρπει Ξεν. Ἀν. 7. 1, 8· φεύγω κρυφίως εἰς ἄλλον τόπον, ὡς αὐτὸς καὶ ἐξέρποις Χείλων παρὰ Διογ. Λ. 1. 73. ΙΙ. μεταβ., κάμνω νὰ ἑρπύσῃ τι ἔξω, ἐξάγω, ἐξῆρψεν ἡ γῆ αὐτῶν βατράχους Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΔ΄, 30), ἀντὶ ἐξεῖρψεν (μεταγεν. ἀόρ. ἀντὶ τοῦ δοκίμου ἐξείρπυσεν).

French (Bailly abrégé)

1 ramper hors de, se traîner hors de;
2 se dérouler, se développer en parl. d’une armée.
Étymologie: ἐξ, ἕρπω.

Greek Monolingual

ἐξέρπω (Α) έρπω
1. σέρνομαι έξω («ἐκ τοῦ σκίμποδος δάκνουσί μ' ἐξέρποντες οἱ Κορίνθιοι»)
2. πηγαίνω έξω
3. προχωρώ μπροστά
4. απέρχομαι
5. παράγω, γεννώ.

Greek Monotonic

ἐξέρπω: αόρ. αʹ -είρπῠσα·
1. έρπω, σέρνομαι έξω από, ἔκ τινος, σε Αριστοφ.
2. απόλ., σέρνομαι, γλιστρώ προς τα έξω ή μπροστά, σε Σοφ., Αριστοφ.· λέγεται για στράτευμα, οὐ ταχὺ ἐξέρπει, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐξέρπω:
1) выползать (θύραζε Arph.; ὥσπερ τὰ φαλάγγια Arst.);
2) медленно продвигаться (οὐ ταχὶυ ἐξέρπει τὸ στράτευμα Xen.); (о больном Филоктете) с трудом ползти, волочиться Soph.;
3) ирон. уезжать Chilon ap. Diog. L.

Middle Liddell

aor1 -είρπῠσα
1. to creep out of, ἔκ τινος Ar.
2. absol. to creep out or forth, Soph., Ar.; of an army, οὐ ταχὺ ἐξέρπει Xen.