ἐπίσφαιρα

From LSJ
Revision as of 20:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσφαιρα Medium diacritics: ἐπίσφαιρα Low diacritics: επίσφαιρα Capitals: ΕΠΙΣΦΑΙΡΑ
Transliteration A: epísphaira Transliteration B: episphaira Transliteration C: episfaira Beta Code: e)pi/sfaira

English (LSJ)

ων, τά, A boxing-gloves used in the σφαιρομαχία, to deaden the blows, Plu.2.825e ; so μάχαιραι μετ' ἐπισφαίρων swords tipped with buttons, like foils, Plb.10.20.3.

German (Pape)

[Seite 987] τά, lederner Überzug der Kampfballen bei der σφαιρομαχία, um beim Stoßen gefährliche Verletzungen zu verhüten, τῶν ἐν ταῖς παλαίστραις διαμαχομένων ἐπισφαίροις ἐπιδέουσι τὰς χεῖρας Plut. reip. ger. praec. extr.; auch bei Stoßdegen, μαχαιρομαχεῖν ξυλίναις ἐσκυτωμέναις μετ' ἐπισφαίρων μαχαίραις, mit ledernen Knöpfen, Pol. 10, 20, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσφαιρα: -ων, τά, κατὰ Πλούταρχον εἶδος δερματίνων ἱμάντων δι᾿ ὧν περιέδεον τὰς χεῖρας οἱ διαμαχόμενοι ἐν ταῖς παλαίστραις, «ὅπως εἰς ἀνήκεστον ἡ ἅμιλλα μηθὲν ἐκπίπτῃ μαλακὴν ἔχουσα τὴν πληγὴν καὶ ἄλυπον» Πλούτ. 2. 825C: ‒ οὕτω, μάχαιραι μετ᾿ ἐπισφαίρων, ξίφη φέροντα κομβία ἐπὶ τῆς αἰχμῆς, ὡς νῦν τὰ τῶν ἐξασκουμένων εἰς τὴν ξιφομαχίαν, Πολύβ. 10. 20, 3· ‒ ὑποκορ. ἐπισφαίριον, τό, ἐπισφαίριον ῥινὸς Γαλην. τ. 18, μέρος 1, 805, 10.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
sorte de gant de cuir pour la lutte.
Étymologie: ἐπί, σφαῖρα.

Greek Monolingual

ἐπίσφαιρα, τὰ (Α)
1. δερμάτινα περικαλύμματα τών χεριών που έφεραν οι πυγμάχοι αθλητές, όπως τα σημερινά γάντια πυγμαχίας, για να αμβλύνουν τα πλήγματα
2. τα δερμάτινα σφαιροειδή περικαλύμματα της αιχμής ξύλινων μαχαιριών ή ξιφών, όπως τα σημερινά προστατευτικά σφαιρίδια στα ξίφη τών ξιφομάχων («μαχαιρομαχεῖν ξυλίναις ἐσκυτωμέναις μετ’ ἐπισφαίρων μαχαίραις», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφαίρα «σιδερένια σφαίρα» (που χρησιμοποιούσαν οι πυγμάχοι)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσφαιρα: τά эписферы
1) кожаные рукавицы для борцов Plut.;
2) кожаные наконечники для мечей: μάχαιραι μετ᾽ ἐπισφαίρων Polyb.