ξηροφθαλμία

From LSJ
Revision as of 05:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηροφθαλμία Medium diacritics: ξηροφθαλμία Low diacritics: ξηροφθαλμία Capitals: ΞΗΡΟΦΘΑΛΜΙΑ
Transliteration A: xērophthalmía Transliteration B: xērophthalmia Transliteration C: ksirofthalmia Beta Code: chrofqalmi/a

English (LSJ)

ἡ, inflammation of the eyelids, blepharitis sicca, with redness and smarting, Dsc.Eup.1.46, PMed.Strassb.p.6K., Cels.6.6, Erot.s.v. κνιπότης, Gal.12.731, Aët.7.77.

German (Pape)

[Seite 279] ἡ, Trockenheit des Auges, eine Art Augenentzündung, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ξηροφθαλμία: ἡ, ξηρότης τῶν ὀφθαλμῶν, ἰδίως φλόγωσις αὐτῶν μετ’ ἐρυθρότητος καὶ κνησμῶν, Κέλσ. 6. 6, Ἀέτ. 7. 2.

Greek Monolingual

η (Α ξηροφθαλμία)
νεοελλ.
ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται κερατινοποίηση και ξήρανση του επιπεφυκότα και του κερατοειδούς, λόγω απόφραξης τών δακρυϊκών πόρων ή αβιταμίνωσης Α, και μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ή και πλήρη απώλεια της όρασης
αρχ.
νοσηρή κατάσταση κατά την οποία παρατηρούνται ξηρότητα και φλόγωση τών οφθαλμών με έντονο κνησμό και αυξημένη ερυθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρόφθαλμος. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xerophthalmia < αρχ. ξηροφθαλμία.