σπάσις
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, (σπάω) A drawing up, traction, Arist.Pr.882b27. II drawing in, suction, ἡ τῆς τροφῆς σ. Id.PA693a17; σπάσει πίνειν, opp. λάψει, κάψει, Id.HA595a9; cf. σπάω 111.1. III = ἀντίσπασις, cj. for στάσις in Sor.2.11.
German (Pape)
[Seite 917] ἡ, das Ziehen, Zucken, der Krampf.
Greek (Liddell-Scott)
σπάσις: -εως, ἡ, ἀνάσπασις, τὸ ἀνέλκειν, «τράβηγμα», Ἀριστ. Προβλ. 5. 19. ΙΙ. κατάσπασις, τὸ ἕλκειν πρὸς τὰ κάτω, ἡ τῆς τροφῆς σπ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 10· σπάσει πίνειν, ἀντίθετ. τῷ λάψει καὶ κάψει, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 8, 1· πρβλ. σπάω.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α σπάω/σπῶ]
1. ανέλκυση, τράβηγμα
2. εισρόφηση, ρόφηση προς τα μέσα.
Russian (Dvoretsky)
σπάσις: εως (ᾰ) ἡ σπάω
1) тяга, вытягивание (τοῦ σώματος Arst.);
2) втягивание (в себя), всасывание (τῆς τροφῆς Arst.): σπάσει πίνειν Arst. пить всасывая, сосать жидкость.