μογερός

From LSJ
Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μογερός Medium diacritics: μογερός Low diacritics: μογερός Capitals: ΜΟΓΕΡΟΣ
Transliteration A: mogerós Transliteration B: mogeros Transliteration C: mogeros Beta Code: mogero/s

English (LSJ)

ά, όν, also ός, όν Nic.Al.419 (A v.l. for σμυγερός): poet. Adj. used by Trag. in anap. and lyr. (μόγος, cf. σμογερός): I of persons, toiling, distressed, wretched, A.Pr.565, Th.827, E.Tr.783, 790, Ar.Ach. 1207; so μ. οἶκοι S.El.93. Adv. -ρῶς Man.1.146. II of things, toilsome, grievous, κάματοι v.l. in AP7.508 (Emp. or Simon.); ἄχεα E.Med.205; ἀκουαί ear trouble, Marc.Sid.86.

German (Pape)

[Seite 196] mühvoll, mühselig; Tragg. oft, mit δυσδαίμων vrbdn, Aesch. Spt. 809 u. sonst, wie Eur., von Menschen; auch Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά, Aesch. Spt. 975; στυγεραὶ εὐναὶ μογερῶν οἴκων, Soph. El. 93; ἄχεα μογερά, Eur. Med. 205; bei Ar. Ach. 1168 dem στυγερός entsprechend; sp. D., wie Maneth. 4, 146, u. öfter in der Anth., σαγηνοβόλοι, Agath. 28 (VI, 167); vgl. Archi. 17 (X, 8).

Greek (Liddell-Scott)

μογερός: -ά, -όν, ὡσαύτως ός, όν, Νικ. Ἀλεξιφ. 419· ποιητ. ἐπίθ. (πρβλ. σμυγερός), Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ κοπιῶν, ὁ τεθλιμμένος, ἄθλιος, δυστυχής, Αἰσχύλ. Πρ. 565, Θήβ. 827, Εὐρ. Τρῳ. 778, 785, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1207· οὕτω, μ. οἶκοι Σοφ. Ἠλ. 93. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Μανέθων 1. 146. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, κοπώδης, θλιβερός, βαρύς, ἄχεα Εὐρ. Μήδ. 205.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
I. 1 pénible, fâcheux, triste;
2 malheureux, misérable;
II. qui est une cause de peine.
Étymologie: μόγος.

Greek Monolingual

μογερός, -όν, θηλ. και -ά (Α)
1. (για πρόσωπα) ταλαίπωρος, δυστυχισμένος
2. (για πράγματα) κοπιαστικός, λυπηρός, βαρύς.
επίρρ...
μογερῶς (Α)
με μογερό τρόπο, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθόνος: φθονερός)].

Greek Monotonic

μογερός: -ά, -όν (μόγος),·
I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που μοχθεί, εξαθλιωμένος, στους Τραγ.
II. λέγεται για πράγματα, κοπιαστικός, αλγεινός, λυπηρός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μογερός:
1) несчастный, страдающий (μήτηρ Eur.);
2) мучительный (ἄχεα Eur.);
3) жестокий (Μοῖρα βαρυδότειρα Aesch.).

Middle Liddell

μογερός, ή, όν μόγος
I. of persons, toiling, wretched, Trag.
II. of things, toilsome, grievous, Eur.