κόλλυβος

From LSJ
Revision as of 20:22, 23 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλλῠβος Medium diacritics: κόλλυβος Low diacritics: κόλλυβος Capitals: ΚΟΛΛΥΒΟΣ
Transliteration A: kóllybos Transliteration B: kollybos Transliteration C: kollyvos Beta Code: ko/llubos

English (LSJ)

ὁ,
A small coin, κολλύβου for a doit, Ar.Pax 1200, Eup.233, Call.Fr.85: masc. acc. to Phryn. 404, Hsch.:—but neut. κόλλυβον, τό, Poll.9.72.
2 small gold weight, Thphr.Lap.46.
3 neut. pl. κόλλυβα, τά, small cakes (cf. κόλλαβος ΙΙ), Sch.Ar.Pl.768; cf. κόλλυβα· τρωγάλια, Hsch.
II κόλλυβος, ὁ, rate of exchange, IG12(5).817 (pl., Tenos, ii B.C.), SIG672.32 (Delph., ii B.C.); agio, Cic.Verr.2.3.78.181, Att.12.6.1, PFay.56.7 (ii A.D.), etc. (Cf. Hebr. ḥālap 'change', 'exchange'.)

German (Pape)

[Seite 1473] ὁ, kleine Münze, Scheidemünze, λεπτὸν νομισμάτιον, Poll. 9, 72; nach Hesych. ὁ ἐν τῷ χαλκῷ κεχαραγμένος βοῦς, an κολοβός erinnernd; προτοῦ οὐδεὶς ἐπρίατ' ἂν δρέπανον οὐδὲ κολλύβου, νυνὶ δὲ πεντήκοντα δραχμῶν αὔτ' ἐμπολῶ Ar. Pax 1166; Sp. Bes. das Aufgeld oder Agio beim Verwechseln fremder Geldsorten in einheimische, VLL. – Bei Theophr. ein kleines Gewicht für Gold.

Greek (Liddell-Scott)

κόλλῠβος: ὁ, μικρὸν νόμισμα, κολλύβου ἀντὶ λεπτοῦ, «διὰ τίποτε», Ἀριστοφ. Εἰρ. 1200, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 5, Καλλ. ἐν Ἀποσπ. 85· ― ἀρσεν. παρὰ Φρυνίχ. 440, Ἡσύχ.· οὐδέτ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 72. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, κόλλυβα, τά, μικρὰ στρογγύλα πλακούντια (ἴδε κόλλαβος ΙΙ), Ἀριστοφ. Πλ. 768· «κόλλυβα· τρωγάλια» Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ κέρδος, τὸ ὁποῖον ἐπὶ τῇ ἀνταλλαγῇ τῶν νομισμάτων λαμβάνει ὁ ἀργυραμοιβὸς (κολλυβιστής), agio, Κικ. Verr. 3. 78, π. Ἀττ. 12, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2334. 4· καὶ ὁ Böckh διώρθωσεν: ἀκολλύβιστον, ἄνευ πληρωμῆς διὰ τὴν ἀνταλλαγήν, αὐτόθι 9. ΙΙΙ. μικρὸν βάρος χρυσοῦ, Θεοφρ. π. Λίθ. 46.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 petite pièce de monnaie;
2 petit poids.
Étymologie: DELG pê emprunt sémit.

Greek Monolingual

ο (Α κόλλυβος)
1. νόμισμα μικρής αξίας
2. το κέρδος του κολλυβιστή το οποίο προέρχεται από ανταλλαγή νομίσματος
αρχ.
μικρό βάρος χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σημιτικό δάνειο, πρβλ. εβρ. hālap «συναλλαγή», hlp «ανταλλάσσω». Ο παράλληλος τ. κόλλυβον στον πληθ. έχει τη σημ. «μικρές στρογγυλές πίτες», πιθ. λόγω του σχήματός τους. Η σημ. αυτή επεκτάθηκε στη Νεοελληνική και σημαίνει μεταφορικά το βρασμένο σιτάρι που προσφέρουν στα μνημόσυνα. Τη λ., με τη σημ. αυτή, δανείστηκε η ρωσ., πρβλ. kόlivo. Τα ανθρωπωνύμια Κολλυβάς, Κολλυβίσκος είναι παρ. της λ. κόλλυβος.

Greek Monotonic

κόλλῠβος: ὁ,
1. μικρό κέρμα, κολλύβου αντί λεπτού, σε Αριστοφ.
2. στον πληθ., κόλλυβα, τά, μικρά στρογγυλά πλακούντια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κόλλῠβος: ὁ перен. (ломаный) грош, полушка (οὐδεὶς ἐπρίατ᾽ ἂν οὐδὲ κολλύβου Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλλυβος -ου, ὁ kleingeld.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: m.
Meaning: small money (Ar., Eup., Call.), small gold weight (Thphr.); rate of exchange (hell., inscr., pap., Cic.).
Other forms: (-ον n. Poll. 9, 72)
Derivatives: κολλυβιστής money-changer (Men., NT, pap., *κολλυβίζω; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 68f., Chantraine Formation 320) with κολλυβιστικός and κολλυβιστήριον exchange-office (pap. a. Ostr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Semitic, cf. Hebr. ḥālap exchange (Lewy Fremdw. 119f. after Lagarde). - From κόλλυβα τρωγάλια H. (sch. Ar. Pl. 768; cf. κόλλαβος) Russ. etc. kólivo porridge, groats with resins, memory meal for a dead (Vasmer Wb. s. v. w. lit.). - The -υβ- (which cannot be explained from Hebr.) rather points to a Pre-Greek word.

Middle Liddell

κόλλῠβος, ὁ,
1. a small coin, κολλύβου for a doit, Ar.
2. in pl. κόλλυβα, τά, small round cakes, Ar.

Frisk Etymology German

κόλλυβος: {kóllubos}
Forms: (-ον n. Poll. 9, 72)
Grammar: m.
Meaning: Scheidemünze (Ar., Eup., Kall.), kleines Goldgewicht (Thphr.); Wechselkurs, Aufgeld (hell. u. sp. Inschr. u. Pap., Cic.).
Derivative: Davon κολλυβιστής Geldwechsler (Men., NT, Pap., *κολλυβίζω; vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 68f., Chantraine Formation 320) mit κολλυβιστικός und κολλυβιστήριον Wechselstube (Pap. u. Ostr.).
Etymology : Semitisches LW, vgl. hebr. ḥālap Wechsel (Lewy Fremdw. 119f. nach Lagarde). — Aus κόλλυβα· τρωγάλια H. (Sch. Ar. Pl. 768; vgl. κόλλαβος) russ. usw. kólivo Brei, Grütze mit Rosinen, Gedächtnisessen für einen Verstorbenen (Vasmer Wb. s. v. m. Lit.).
Page 1,900