συμπληρωτικός
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ή, όν, A able to complete, forming an essential part of, ὑγιείας Epicur.Ep. 3p.64U.; εὐδαιμονίας, τελειότητος, Stoic.3.18,35; τῆς ἐννοίας ἢ τῆς οὐσίας Gal.6.200, cf. Plot.2.6.1, 6.2.15. 2 causing congestion, τῆς κεφαλῆς Antyll. ap. Orib.6.1.8, Sor.1.119: abs., σ. τὸ καστόριον Id.2.85.
German (Pape)
[Seite 988] ή, όν, zum Ausfüllen, Vollzähigmachen gehörig, vollendend; τῆς τελειότητος Plut. dv. Stoic. 4; S. Emp. oft.
Greek (Liddell-Scott)
συμπληρωτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς συμπλήρωσιν ἐπιτήδειος, τινος Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 131, Πλούτ. 2. 1060C, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς. Διονύσ. Ἀρεοπ.· οὕτω, συμπληρωματικῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 41.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à remplir, achever ou compléter.
Étymologie: συμπληρόω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συμπληρωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπληρῶ
κατάλληλος για συμπλήρωση, για ολοκλήρωση, συμπληρωματικός
μσν.-αρχ.
1. αυτός που αποτελεί ουσιώδες μέρος, απαραίτητο στοιχείο («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος ἄνθρωπος λέγεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)
2. ο αλληλοσυμπληρούμενος με κάποιον άλλο («κοινωνοῦντα τοῦ εἶναι, οὐχ ὡς συμπληρωτικὰ τῆς ἀλλήλων οὐσίας», Λεόντ. Βυζ.)
αρχ.
αυτός που προκαλεί συμφόρηση («συμπληρωτικὸν τὸ καστόριον», Σωρ.). Επίρ. συμπληρωτικῶς Α
με τρόπο συμπληρωτικό, έτσι που να ολοκληρώνεται κάτι.
Russian (Dvoretsky)
συμπληρωτικός: выполняющий, довершающий, доводящий до конца (τινος Plut. Epicur. ap. Diog. L., Sext.).