ὀλιγοσιτία

From LSJ
Revision as of 10:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοσῑτία Medium diacritics: ὀλιγοσιτία Low diacritics: ολιγοσιτία Capitals: ΟΛΙΓΟΣΙΤΙΑ
Transliteration A: oligositía Transliteration B: oligositia Transliteration C: oligositia Beta Code: o)ligositi/a

English (LSJ)

ἡ, A small eating, moderation in food, Arist.Pol.1272a22,Pr.863b24, Thphr.Lass. 17, Sor.1.65, etc.

German (Pape)

[Seite 321] ἡ, das Wenigessen; Arist. pol. 2, 10; Luc. Paras. 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
frugalité, sobriété.
Étymologie: ὀλιγόσιτος.

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγοσιτία) ολιγόσιτος
εγκράτεια στο φαγητό, λιγοφαγία («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται καθάπερ oἱ νοσοῦν τες», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ὀλῐγοσῑτία: ἡ, περιορισμένη κατανάλωση τροφής, εγκράτεια ως προς την ποσότητα του φαγητού που καταναλώνει κάποιος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοσιτία:воздержность в пище Arst.

Middle Liddell

ὀλῐγοσῑτία, ἡ,
small eating, moderation in food, Arist.