επιφοιτώ

From LSJ
Revision as of 15:39, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦνἐ" to "οῦν ἐ")

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152

Greek Monolingual

(AM ἐπιφοιτῶ, -άω και ιων. -έω)
νεοελλ.-μσν.
κατεβαίνω σε κάποιον από πάνω, από τον ουρανό, εμπνέω (α. «επιφοίτησε πνεύμα αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους»)
αρχ.
1. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω («πλεῡνοι δὲ αἰεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος», Ηρόδ.)
2. (για εχθρό) εισβάλλω («τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες», Θουκ.)
3. (για πράγμ.) εισάγομαι («ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος» — τα εισαγόμενα αγγεία κρασιού, Ηρόδ.)
4. (με δοτ. προσ.) επισκέπτομαι κάποιον («πολλάκις ἡμῑν ἰδὼν ἐπιφοιτῶντας ἐνταῡθα [ἄνδρας]», Λουκιαν.)
5. (με αιτ. προσ.) (για όνειρα κ.λπ.) παρουσιάζομαι, ενοχλώ με την παρουσία μου («εἰ γὰρ δὴ ἐπιφοιτήσειέ γε συνεχέως, φαίην ἂν καὶ αὐτὸς θεῑον εἶναι», Ηρόδ.)
6. (για ασθένεια) παρουσιάζω υποτροπή
7. (για ρευματικό πόνο) εξαπλώνομαι
8. κάνω έρωτα, συνουσιάζομαι
9. φρ. (α. «ἐπιφοιτῶ εἰς» — περιοδεύω σε πολλές περιοχές
β. «ἐπιφοιτῶ πανταχόσε» — πηγαίνω παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φοιτώ «συχνάζω»].