ἐνθωρακίζω
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
A arm: pf. part. Pass. ἐντεθωρακισμένος = mailed, X.An. 7.4.16.
German (Pape)
[Seite 843] den Panzer anlegen, Xen. An. 7, 4, 16, ἐντεθωρακισμένος, gepanzert.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθωρακίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἐνδύω τινὰ μὲ θώρακα, ὁπλίζω· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐντεθωρακισμένος, φορῶν πανοπλίαν, ἔνοπλος, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16.
French (Bailly abrégé)
revêtir d’une cuirasse.
Étymologie: ἐν, θωρακίζω.
Spanish (DGE)
estar revestido de una coraza en perf. med. ἐντεθωρακισμένοι οἱ περὶ τὸν Ξενοφῶντα X.An.7.4.16.
Greek Monolingual
ἐνθωρακίζω (Α)
ντύνω κάποιον με θώρακα.
Greek Monotonic
ἐνθωρᾱκίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, οπλίζω, εξοπλίζω κάποιον με θώρακα· μτχ. Παθ. παρακ. ἐντεθωρακισμένος, αυτός που φορά πανοπλία, ένοπλος, αρματωμένος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθωρᾱκίζω: надевать броню: ἐντεθωρακισμένος Xen. одетый в броню.
Middle Liddell
fut. attic ιῶ
to arm, equip with armour: part. perf. pass. ἐντεθωρακισμένος mailed, Xen.