θαλαμήϊος

From LSJ
Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμήϊος Medium diacritics: θαλαμήϊος Low diacritics: θαλαμήϊος Capitals: ΘΑΛΑΜΗΪΟΣ
Transliteration A: thalamḗïos Transliteration B: thalamēios Transliteration C: thalamiios Beta Code: qalamh/i+os

English (LSJ)

η, ον (-ος, ον, A.R.4.1130), A of or belonging to a θάλαμος, fit for building one, δοῦρα Hes.Op.807. II bridal, εὐνή A.R.l.c.; ὕμνος Epigr. ap. Luc.Symp.41.

German (Pape)

[Seite 1181] eigtl. ion. u. ep. = θαλαμεῖος, welches Wort aber nicht vorkommt, zum Thalamus gehörig, θαλαμήϊα δοῦρα, Bauholz, Hes. O. 809; auch ὕμνος, poet. bei Luc. Symp. 41.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
du lit nuptial.
Étymologie: ion. c. *θαλάμειος de θάλαμος.

Greek Monolingual

θαλαμήϊος, -ΐη, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο κατάλληλος για κατασκευή θαλάμου («θαλαμήϊα δοῡρα», Ησίοδ.)
2. ο γαμήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ-ος + κατάλ. -ήιος (πρβλ. ανθρωπ-ήιος, χαλκ-ήιος)].

Russian (Dvoretsky)

θᾰλᾰμήϊος: эп.-ион. (= *θαλαμεῖος)
1) применяемый для изготовления θάλαμος, т. е. строительный, строевой (δοῦρα Hes.);
2) свадебный, брачный (θ. ὕμνος Luc.).