συναντιλαμβάνομαι

From LSJ
Revision as of 20:25, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναντιλαμβάνομαι Medium diacritics: συναντιλαμβάνομαι Low diacritics: συναντιλαμβάνομαι Capitals: ΣΥΝΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: synantilambánomai Transliteration B: synantilambanomai Transliteration C: synantilamvanomai Beta Code: sunantilamba/nomai

English (LSJ)

Med., A help in gaining a thing, τῆς ἐλευθερίας D.S.14.8; τῶν τῇ πόλει συμφερόντων SIG412.7 (Delph., iii B.C.); τῆς θεραπείας Phld.Lib.p.19 O.; assist in supporting, τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ LXX Nu.11.17: abs., render assistance, περί τινων PHib.1.82.18 (iii B.C.); εἴς τι OGI267.26 (Pergam., iii B.C.). II c. dat., take part with, help, LXXEx.18.22, Ps.88(89).22, Ev.Luc.10.40.

German (Pape)

[Seite 1001] (s. λαμβάνω), pass., mit Hand anlegen und helfen bei einer Sache, τινός, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συναντιλαμβάνομαι: μέσ., συμβοηθῶ εἴς τι, μετὰ γεν., Διόδ. 14. 8, Ἐπιγρ. Δελφ. 68· βοηθῶ εἰς ὑποστήριξίν τινος, τι Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΑ΄, 17). ΙΙ. μετὰ δοτικ., συναντιλήψονταί σοι αὐτόθι (Ἔξοδ. ΙΗ΄, 22, Ψαλμ. ΠΗ΄, 21).

English (Strong)

from σύν and ἀντιλαμβάνομαι; to take hold of opposite together, i.e. co-operate (assist): help.

English (Thayer)

2nd aorist middle subjunctive 3rd person singular συναντιλάβηται; to lay hold along with, to strife to obtain with others, help in obtaining (τῆς ἐλευθερίας, Diodorus 14,8); to take hold with another (who is laboring), hence, universally, to help: τίνι, one, Josephus, anti. 4,8, 4).

Greek Monolingual

ΜΑ
βοηθώ, συντρέχω
αρχ.
1. βοηθώ κάποιον να αποκτήσει κάτι («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», Διόδ.)
2. βοηθώ στην υποστήριξη («συναντιλήψονται μετὰ σοῦ τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀντιλαμβάνομαι «βοηθώ»].

Russian (Dvoretsky)

συναντιλαμβάνομαι:
1) помогать добыть (τῆς ἐλευθερίας Diod.);
2) быть в помощь, помогать (τινι и ταῖς ἀσθενείαις τινός NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αντιλαμβάνομαι helpen, met dat. iem.

Chinese

原文音譯:sunantilamb£nomai 尋-安提-藍巴挪買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:同-交換-取得
字義溯源:同負責任,幫助,來幫助,援助,帶到一起,幫助取得;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀντιλαμβάνω)=援助)組成,而 (ἀντιλαμβάνω)由(ἀντί)*=相對)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成。參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字參讀 (λαμβάνω)同源字
出現次數:總共(2);路(1);羅(1)
譯字彙編
1) 幫助(1) 羅8:26;
2) 來幫助(1) 路10:40